Το άτομο που λειτουργεί ως υποχείριο ενός άλλου ατόμου ή μιας ομάδας (ουδεμία σχέση με το αλβανικό tsira mon).

Χ:
- Καλά ρε μαλάκα! Στη γκόμενα του Μπάμπη την έπεσα και ήρθε ο Ηρακλής να μου ζητήσει τα ρέστα. 'Ελεος!
ψ:
- Ναι ρε... Μεγάλος τσίρος...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ισχνός, όπως το ψάρι τσίρος, άνθρωπος. Λέγεται και τσιροπούλι.

Πφ! δεν μ' αρέσει ο τσίρος! χάθηκε νάχει λίγη κοιλίτσα;

Κωνσταντίνος Τσίρος (από panos1962, 08/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Και «τσούρο». Το λένε και για τον μπάφο. Δε γνωρίζω από πού προέρχεται, λογικά από το τσιγάρο χωρίς το «γα». Για να μην σε παίρνει πρέφα ο κόσμος το λες και έτσι, ή τσούρο.

- Θα πιω μετά.
- Έλα ρε! Έχεις τσίρο σπίτι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified