Κανονίζουμε μπασκετάκι για Σάββατο βράδυ, ένεκα ότι μεγαλώσαμε, δουλειά σπίτι κ.λ.π. και οι εποχές που ήμασταν δεκάξι και παίζαμε κάθε μέρα φύγαν ανεπιστρεπτί. Η παρέα είναι 10 άτομα, σπανίως μαζευόμαστε ζυγός αριθμός (φαντάσου τι τραβάει ο Πλατινί), και συνήθως εμφανίζονται βία έξι άτομα.

Έλα που σήμερα μαζευτήκαμε και οι δέκα, και ο Μάκης έφερε και έναν εξτρά. Το σύνολον 11. Άντε τώρα να παίξεις μονό...

Οπότε ο Μάκης που έκανε την μαλακία, ως άλλος Κύρος Γρανάζης προτείνει να αγγαρέψουμε έναν πιτσιρικά από την απέναντι μπασκέτα (δια της βίας, γιατί είμαστε και άγριοι) και να κάνουμε (ή παίξουμε) πρωταθληματάκια. Δλδ, να κάνουμε τέσσερις ομάδες (των τριών) και να παίξουν όλες οι ομάδες εναντίον όλων, μονά στα 11, και να ανακηρυχθεί ο νικητής. Σαν τους όμιλους του champions' league ένα πράμα.

Τα πρωταθληματάκια είναι η λύση όταν υπάρχει μεγάλος αριθμός διαθέσιμων παικτών για μονό. Το τέλειο είναι τρεις εναντίον τριών. Δύο εναντίον δύο είναι ξελίγωμα μεγάλο γιατί δεν ανασαίνεις, και τέσσερις εναντίον τέσσερις έχει γρίνα γιατί πάντα κάποιος αδικείται σε πάσες και προσπάθειες... Άσε που κάποιοι κατασκηνώνουν κάτω από το καλάθι.

Τα πρωταθληματάκια αποτελούν μια Σολομώντειο λύση, διότι είναι η λύση που δυσαρεστεί λιγότερο. Σε αντίθετη περίπτωση, ή θα γαμιόταν το παιχνίδι (4vs.4), ή κάποιος θα περίσσευε.

Αυτό για τώρα που έχουμε κάποια ηλικία. Όταν ήμασταν μικροί και είχαμε κουράγιο για διπλά, συνήθως καταφεύγαμε στη λύση αυτή, διότι είτε το γήπεδο ήταν μισό, είτε γιατί η άλλη μπασκέτα ήταν πιασμένη από άλλη παρέα.

Πάρτο-βάλτο: Χότζας (από πρόχειρο).

(νομίζω ότι είναι ενσωματωμένο στον ορισμό, με το μαλάκα το Μάκη)

(από electron, 01/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Διαδικασία επιλογής των συμπαικτών σε ποδοσφαιρική συνάντηση μαθητών του Δημοτικού, τότε που η γενιά μου έπαιζε μπάλα σε προαύλια εκκλησιών, αλάνες και άλλα εξαφανισμένα είδη ελεύθερου χώρου στην ευρύτερη περιοχή των Αθηνών. Το τυπικό μέγεθος της παρέας ήτανε γύρω στα δέκα άτομα, εκ των οποίων τρεις-τέσσερις ξέρανε το τόπι ενώ οι άλλοι ήτανε Αμπαλίνιο. Ένα ζήτημα κεφαλαιώδους σημασίας στην έκβαση του αγώνα ήτανε ποιος από τους δυο αρχηγούς των ομάδων θα διάλεγε πρώτος συμπαίκτες και η απόφαση ελαμβάνετο μέσω της διαδικασίας του «βάζουμε ποδαράκια», ως εξής:

Οι δυο αρχηγοί απομακρύνονται αρκετά μέτρα και αρχίζουν να πλησιάζουν ο ένας τον άλλο σε ευθεία γραμμή, τοποθετώντας τη φτέρνα του ενός ποδιού σε άμεση επαφή με το δάχτυλα του άλλου. Όποιος πατήσει πρώτος τον άλλο έχει δικαίωμα επιλογής. Η στρατηγική του παιχνιδιού αναπτύσσεται κυρίως στα τελευταία δυο-τρία βήματα, όπου οι επιλογές βηματισμού επαυξάνονται με το «μισό» και τη «μυτίτσα». Στο μισό, επιτρέπεται η στροφή του πέλματος κατά 90 μοίρες και η τοποθέτηση της καμάρας του κινούμενου ποδιού σε επαφή με τα δάχτυλα του σταθερού. Στην ακροβατική μυτίτσα, το κινούμενο πόδι έρχεται σε κατακόρυφη θέση, με τα δάχτυλα των δυο πελμάτων να βρίσκονται σε επαφή, και το σταθερό πόδι μετατοπίζεται προς τα πίσω, δίνοντας τη θέση του στο κινούμενο.

ΥΓ: Εάν ο συνολικός αριθμός παικτών ήταν περιττός, μετά το πέρας της ένα-σου ένα-μου επιλογής η ασθενέστερη ομάδα έπαιρνε τον φουκαρά που ξέμεινε, ενώ η ισχυρότερη έπαιζε με μπακό.

Παράδειγμα νομίζω περιττεύει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified