Άκλιτο. Στα καλιαρντά είναι ο αναπτήρας εκ του α΄ συνθετικού κάγκελο- που δηλώνει ο,τιδήποτε το μεταλλικό και του κερικεντέ που σημαίνει σπίρτο, ετυμολογούμενο από τον Ηλία Πετρόπουλο (Τα Καλιαρντά, 1971) εκ των κερί και κέντα. Συνώνυμο: σιδεροπυρού.

Σιδεροπυρού

  1. Λούμπα γλίτσας κουελοσφαλάει στοά...καγκελοκερικεντέ και Lucky Strike....
  2. -Αβέλω καγκελοκερικεντέ..... -Ξεροχύνω με το τραβέλι που κατεβαινει πιάτσα με το ΧΤ, τι να λέμε τωρα ουτε να την φορτώσεις δεν θελει,σε φορτώνει εκεινη στο ΧΤ και σε παει καβάτζα -θα εχει πλάκα να σου λέει καβάλα στο ΧΤ και φυγαμε...
  3. Τελικα εσας θα σας αβελω πρεζαντι, ενα καγκελοκερικεντε, και κανα δυο λιτρα μυρμυγκομπαλοζουμο, να πάτε να φοκαριστειτε στην Κανουλού. (Όλα από λοξά θρεντ σε μπουρδελοσάη).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πίνω βαθιές ρουφηξιές ναρκωτικής ουσίας (τσιγαριλίκι, κρακ, κρίσταλ μεθ, κ.ταλ.) και φτιάχνομαι.

Χασισλάνγκ αβέβαιης ετυμολογίας με καταβολές από τα καλιαρντά.

1.
Ανάλω νταμίρα
η ντάνα η μοίρα
τα μπουτ μου αβέλει κουλά
Αβέλω μια φούμα
βινάρω την ντούμα
κι αρχίζω σερσέ για τουλά

  1. Βινάρω: καταπίνω, πίνω τον καπνό από το τσιγαριλίκι και τη βρίσκω, την ακούω πιο γρήγορα, το γνωστό που ακούγεται: Πίνω χασίς!
    (Λεξικό της Ντάγκλας, Λεωνίδα Χρηστάκη και Μάρκου Επάρατου, εκδόσεις Opera, 1995)

(από Khan, 28/05/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified