Περνάω πολύ καλά, διασκεδάζω υπερβολικά. Από το σπάσιμο των πιάτων στα μπουζούκια που για κάποιους αποτελεί σημάδι διασκέδασης.

Τόσο καιρό έβγαινα με την Μαρία και ξενέρωνα. Χτες βγήκα με τους φίλους και τα σπάσαμε! Ποτά, σφηνάκια, χορός, γκόμενες άλλες γνωρίσαμε, χαμός σου λέω! Στις 6 το πρωί γύρισα! Άλλο βέβαια που η Μαρία με περίμενε ξύπνια και τα άκουσα πρωινιάτικα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται και σφιχτερμάνος, κατά το πολισμάνος. Ο σφίχτης, τούμπανος, μουσκουλάτος, φουσκωτός. Ο πολύ γυμνασμένος και συνήθως με λίγο μυαλό. Δουλεύει πόρτα στο μαγαζί της γειτονιάς για να πληρώνει τις κρεατίνες του.

Της την πέφτω και μετά από λίγο σκάει ο γκόμενός της, ένας σφίχτερμαν, και την κάνω με ελαφρά...

Βλ. και μπρατσορακέτας, σφίχτης, μπονταίος, πρησμένος, σβάρτσος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified