Ο νέος φαντάρος στη μονάδα.

-Ποιος θα πάει μαγειρεία απόψε;
-Βάλε τον Δημητρίου τον νέοπα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο νέος φαντάρος στη μονάδα.

Κωλόψαρο θα πήξεις στην αγγαρεία!

Got a better definition? Add it!

Published

Ο νέος φαντάρος στη μονάδα.

Στραβάδια όλοι στη σειρά!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μεταλλικό κράνος του στρατιώτη.

Μη βγάλεις τον τενεκέ απόψε στη σκοπιά γιατί θα βγέι έφοδο ο επιλοχίας Νίκου και ρίχνει γερές καμπάνες αυτός.

Got a better definition? Add it!

Published

Δημοτικοί αστυνόμοι (παιδιά της Ντόρας Μπακογιάννη).

.....

(από Vrastaman, 01/12/09)

Got a better definition? Add it!

Published

Χαρακτηρισμός των Δόκιμων Αξιωματικών κατά την Β' φάση της εκπαίδευσής τους (3ος - 4ος μήνας).

Βλέπε ορισμό της λέξης αλφάς.

- Αχ και πότε θα γίνουμε Βητάδες!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φιλικός χαρακτηρισμός για άλλον φαντάρο που είναι κοντινή σειρά (συνήθως προηγούμενη ή επόμενη).

Οι φαντάροι της ίδιας σειράς αλληλοϋποστηρίζονται ανεξαρτήτως προσωπικής συμπάθειας ή όχι. Ωσεκτουτού και οι κοντοσειρές αντιμετωπίζονται συγκαταβατικά...

Λέγεται και «κοντοσειρά».

- Σε χώσανε πάλι ρε κοντοσειρά; Υπομονή κάνε να απολυθώ εγώ και θά 'ρθει κι η σειρά σου να καραπαλιώσεις να χώνεις τους νέους...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λέξη προέρχεται από το όνομα του διάσημου γυναικοκατακτητή Καζανόβα και συμβολίζει τον φαντασμένο εραστή. Αυτόν που δεν ερωτεύεται ποτέ, ενώ στόχο έχει να εμπλουτίσει τη συλλογή του με πολυάριθμες κατακτήσεις.

Στη στρατιωτική ορολογία αναφέρεται σε αυτόν που ταλαιπωρείται πλένοντας καζάνια στα στρατιωτικά μαγειρεία, ενώ συλλογίζεται με παράπονο τις ερωτικές προκλήσεις της ζωής που κάποτε γευόταν και τώρα στερείται.

  1. - Καλά ρε Καζανόβα, σε πόσες τά 'ριξες στο αποψινό πάρτι;

  2. (Διάλογος στον στρατό)
    - Ρε σειρά, τι υπηρεσία έχεις σήμερα;
    - Άστα μεγάλε πάλι θα κάνω τον Καζανόβα στα μαγειρεία. Αντί ρε φίλε να λάμπω εγώ κρατώντας γκομενάκια στην αγκαλιά μου, θα κάνω τα καζάνια λαμπίκο. Ρε που καταντήσαμε.
    - Μη το βάζεις κάτω ρε... 234 και ξημέρωσε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποτιμητικός χαρακτηρισμός για στρατιώτη ο οποίος με ίδια μέσα (γλείψιμο) ή εξωτερική βοήθεια (βύσμα), βρίσκεται υπό την προστασία ενός ή περισσοτέρων αξιωματικών και χαίρει ασυλίας από τις αγγαρείες, τις δύσκολες ή βαριές δουλειές και τις υπηρεσίες. Αντιστοίχως παίρνει προτεραιότητα σε συχνότητα και διάρκεια αδειών και εξόδων.

Εναλλακτικά: τσατσόνι, αρχιτσάτσος.

- Σειρά, θα πάρεις άδεια;
- Μπα, ο αρχιτσάτσος ο Μήτσος έχει καβατζώσει εικοσαήμερη και μ' έχουν χώσει να κάνω τις υπηρεσίες του.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο βαθμοφόρος (υπαξιωματικός η αξιωματικός) του (πολεμικού) ναυτικού στην ιδιόλεκτο των κληρούχων (όσων υπηρετούν τη θητεία τους στο ναυτικό δηλαδή).

(Διάλογος μεταξύ ναυτών)
- Γιατί μαζεύτηκαν τα πιλάφια έξω;
- Θα 'γινε καμιά έκτακτη κλήση.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified