Ειδικότερα στη νότια Ελλάδα, το επίθετο / ουσιαστικό «μαύρος» χρησιμοποιείται ως συνώνυμο της λέξεως «καημένος». Προφανώς για λόγους ιστορικούς, από την εποχή της κατάφωρης αδικίας εις βάρος των μαύρων, η λέξη ταυτίστηκε με τον αδικημένο και χτυπημένο από τη μοίρα.

Συχνά χρησιμοποιείται και ειρωνικά, υπό μορφήν «έλα μωρέ καημένε», ήτοι «έλα μου εδώ χάμου ρε μαύρε να τελειώνουμε».

  1. Απόσπασμα από διάλογο ραδιοφωνικής Ελληνοφρένειας

    Κύρ Βασίλη (ο γνωστός Φιδέμπορας), πολιτικά δεν έχουμε συζητήσει, τι ψηφίζεις, Δεξιά;
    - Εγώ είμαι Παπανδρεϊκός ρε μαύρε, από την αρχή, χρόνια τώρα.

  2. - Πατέρα, το παιδί αρρώστησε και δεν έχουμε λεφτά να πάμε στο γιατρό.

    - Α ρε μαύρε τι τραβάς κι εσύ... Πάρε εδώ 200 ευρώ για να πάτε το γιατρό...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι αστυνομικοί, κοροϊδευτικά. Κυρίως τα μέλη της ΟΠΚΕ (Ομάδα Πρόληψης και Καταστολής Εγκλήματος) και οι τροχαίοι, λόγω της εμφάνισής τους που είναι με μπλέ στολές και άσπρα κράνη και μοιάζουν με τα (πολύ συμπαθή παρά την ομοιότητα αυτή) στρουμφάκια.

Μπλε στολές και άσπρα καπελάκια, αυτοί δεν είναι μπάτσοι, είναι τα στρουμφάκια (παλαιό σύνθημα).

μεγάλη νίλα τα στρουφάκια (από xalikoutis, 18/10/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified