Το διακριτικό των υπαξιωματικών στο στρατό.

Αφορά δεκανείς, λοχίες, επιλοχίες, αρχιλοχίες.

- Ρε σειρά τι βαθμό έχει αυτός ο αξιωματικός;
- Δεν ξέρω, μέτρα τις σαρδέλες και θα καταλάβεις!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο χακί, μακρόστενος σάκκος εκστρατείας που έχουν τα προσωπικά τους είδη οι στρατιώτες.

- Αύριο θα έρθει ο ταξίαρχος επιθεώρηση στο λόχο. Θέλω ο θάλαμος να λάμπει και τα λουκάνικα να είναι σωστά στη θέση τους. Βάλτε και κανένα χαρτόνι μέσα να μη ζαρώνουν.

"Λουκάνικο" (σάκος ιματισμού). (από patsis, 21/05/10)Από το κόμιξ "12 μήνες θητεία" (Σπύρος Κόντης, εκδόσεις Μαμουθκόμιξ) (από Cunning Linguist, 14/08/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αστυνομικό αυτοκίνητο.

Συνώνυμο: σλιπάκι

Πρόσεχε, μπατσάδικο στη γωνία!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εξοπλισμός και παραφερνάλια που φοριούνται από τραμπούκους, κουραδόμαγκες, μαχαιροβγάλτες, κ.ά. συστημικά και μη καθίκια: πιστόλια, καλάσνικοφ, σιδερογροθιές, αλυσίδες, στιλέτα, πτυσσόμενα γκλοπ και δε συμμαζεύεται.

1.
Μέχρι πριν κάποια χρόνια, η απόκτηση ενός μαύρου «σιδερικού» –χωρίς δηλαδή τα απαραίτητα έγγραφα– δεν ήταν εύκολη υπόθεση. Αντίθετα, στις μέρες μας, όποιος ενδιαφέρεται, μπορεί να προμηθευτεί σχετικά εύκολα ένα όπλο κάνοντας μια βόλτα στο κέντρο της Αθήνας.

2.
Το σιδερικό λοιπόν δεν ειναι για το μάγκα που έρχεται στα χέρια για να καθαρίσει το «κούτελό» του αλλά για μαγκες «γιαλαντζί» που ανοίγουν το «χελιδονοουράτο» σακάκι για να φανει το «σιδερικό» για να τον φοβηθούνε και όχι τα μπράτσα του και το κουράγιο για να τραβήξει τη «διμούτσουνη».

3.
Βουλευτής με “σιδερικό” στο ναό της Δημοκρατίας

  1. ...επειδή ερχόταν η αστυνομία και ήταν «μιλημένοι», όποιος είχε «σιδερικό» πάνω του έπρεπε να το δώσει στον Γιώργο...
    (συνέντευξη με χρυσαυγίτισσα από την Νίκαια, ΕΘΝΟΣ 20.09.13)

Got a better definition? Add it!

Published

Το ρύζι στην αργκό, κυρίως στρατιωτική, αλλά και ευρύτερη. Επειδή το τρώνε πολύ οι Κινέζοι. Στον στρατό χρησιμοποιείται ευρέως η έκφραση «πούστης με Κινέζο», που σημαίνει κοτόπουλο με ρύζι, το συνηθισμένο φαγητό του στρατού.

Trivia: Το κλασικό ρατσιστικό ανέκδοτο ανάγει το χαρακτηριστικό των Κινέζων και γενικά των Ασιατών να είναι σχιστομάτηδες στο ότι τρώνε υπερβολικά πολύ ρύζι, έχουν γι' αυτό μονίμως δυσκοιλιότητα, κι έτσι απ' το πολύ σφίξιμο στην τουαλέτα, τσητώνουν τα μάτια τους, και με κάποιο λαμαρκιανό τρόπο αυτό το σφίξιμο λόγω δυσκοιλιότητας πέρασε και στα γονίδιά τους.

- Εξήντα εφτά Κινέζοι πούστηδες και σήμερα, στραβάδια απολύομαι!
(αναφώνηση λέουρα φαντάρου στην τραπεζαρία, που έχει όπως όλες τι μέρες κοτόπουλο με ρύζι).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα κλινοσκεπάσματα, στη φανταροσλανγκική. Η ετυμολογία και τα συμφραζόμενα είναι αυτονόητα.

«Και πραγματικά, κανείς δεν μπορεί να μεταφέρει στον γραπτό ή στον προφορικό λόγο τι σημαίνει να μη μπορείς να εξουσιάσεις ούτε στιγμή από το εικοσιτετράωρο σου, ούτε κόκκο από την αξιοπρέπεια και την προσωπικότητά σου και να θεωρείσαι «αναλώσιμος» σαν τους κατεψυγμένους μπακαλιάρους, τα κιβώτια πυρομαχικών και τα μονίμως βρώμικα κλινοσκεπάσματα (ή «κλανοσκεπάσματα», όπως τά 'λεγε ένας φιλαράκος από τη Μυτιλήνη).» (από Blog γκρινιάρη ψάρακλα – πού να φανταστεί τι αγγούρι τον περιμένει in real life!)

Got a better definition? Add it!

Published

Σουβλάκι γκατζολίας.

Όταν ήμουνα φαντάρος στην γκατζολία, είχα γαμηθεί στις γκατζολόπιτες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μικρό μεταλλικό σκεύος που χρησιμοποιείται για ζέσταμα φαγητού και το έχουν μαζί τους οι στρατιώτες όταν βγαίνουν για ασκήσεις εκτός στρατοπέδου.

Καθαρίστε τις καραβάνες σας γιατι αύριο θα βγείτε για άσκηση και θα διανυκτερεύσετε.

Got a better definition? Add it!

Published