Αυτός που ζει, τρέφεται, ανασαίνει με το πορνό, με το γαμήσι, με οτιδήποτε έχει σεξουαλικό περιεχόμενο, αυτός του οποίου η ζωή και τα λεγόμενά της έχουν νόημα μονάχα αν ιδωθούν μέσα από το πρίσμα του γαμησιού.

- Ρε συ τι κάνουν ο Σάκης, ο Μιχάλης, η Βαγγελιώ, η Ανίτα, όλοι αυτοί; Δεν τους βλέπεις πια;
- Ε ρε μαλάκα, σώνει! Έπηξα πια μ' αυτούς τους πορνόβιους, κάθε φορά που συναντιόμαστε δεν ξέρουν να πούνε τίποτ' άλλο παρά για γαμήσια, πουτάνες, τσοντούδες, ξεσκίσματα, εμπειρίες που κανείς δεν έχει ζήσει όπως αυτοί, μετά βάζουν και μια τσόντα να δούμε, κάθε φορά τα ίδια, βαρέθηκα. - Ε, αγάμητοι θα είναι όλοι τους. - Βουλωμένο γράμμα διαβάζεις...

(από pavleas, 19/01/09)The real thing is behind you! (από Galadriel, 26/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που περνάει μεγάλο μέρος από τη ζωή του στα μπαρ.

- Ο Μήτσος βρωμάει ουίσκυ ή μου φαίνεται; Αλκοολικός είναι;
- Μπα! Μπαρόβιος είναι!

(από Khan, 31/01/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το τσόντα + βίος.

Αυτός που ζει από τις πορνοταινίες και τα τσοντοπεριοδικά, συνήθως δεν έχει γκόμενα και συνέχεια παίζει το πουλί του.

-Βρήκε γκόμενα ο τσοντόβιος ή ακόμα παιδεύεται με το χέρι του;

(από patsis, 10/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γρήγορος, φορτσάτος, όταν κάνει κάτι «τακ τακ».

-Θα πάμε μέχρι του Βάγγου;
-Άντε, πάμε τακτόβιοι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified