Από το λατινικό agito. Αυτός που κάνει δημόσια πολιτική ζύμωση. Ομιλίες και διαλέξεις, συνθήματα για την προπαγάνδιση θέσεων. Η διαδικασία λέγεται αγκιτάτσια. Ο αγκιτάτορας έχει διαφορετική αποστολή από τον ινστρούκτορα ή ινστρούχτορα μιας και ο τελευταίος ζυμώνει προσωπικά (μυστικά).

- Και που λες είμαστε όλοι οι συμβασιούχοι έξω από το υπουργείο και σηκώνεται ο Γεωργίου σε ένα πεζούλι κι αρχίζει μπλα μπλα μπλα ...
- Ρε τον Γεωργίου ... έγινε αγκιτάτορας!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ρωσική λέξη λατινικής ρίζας που ανάμεσα σε άλλες (προπαγάνδα, ιντελιγκέντσια, αγκιτάτσια, προβοκάτσια) πέρασε στην ελληνική πολιτική σλανγκ, ιδιαίτερα στην κουκουσλάνγκ. Κοοπτάτσια ή κοπτάτσια υπάρχει όταν ένα αρχηγικό στέλεχος κατ' εξαίρεση δεν εκλέχθηκε από τα μέλη στη θέση αυτή, αλλά διορίστηκε απ' ευθείας από ανώτερο όργανο.

1) Ο Ζαχαριάδης έφτασε στην Ελλάδα το 1931 και έγινε ΓΓ με κοοπτάτσια της Κομμουνιστικής Διεθνούς.
2) Υπό συνθήκες παρανομίας τα όργανα δεν μπορούσαν να εκλεγούν και έμπαιναν με κοοπτάτσια μόνο.
3) Πότε διαλέξαμε εμείς τον βασιλιά; Με κοοπτάτσια δεν τον φέρανε;

Ορισμένες φορές η λέξη μπορεί να χρησιμοποιηθεί μεταφορικά και εκτός πολιτικής σλανγκ για να δηλώσει τον φυτευτό, κάποιον, δηλαδή, που τίθεται σε θέση ευθύνης χωρίς να έχει επιλεχθεί από τους υφισταμένους του.

1) - Άσε το αφεντικό μας έβαλε έναν καινούργιο προϊστάμενο πολύ μαλάκα και μας έχει πρήξει...
- Ποιος είναι αυτός;
- Δεν τον ξέραμε, τώρα ήρθε, με κοοπτάτσια.
2) - Και γιατί παρακαλώ να οδηγήσεις εσύ; Μας ρώτησες;
- Όχι δεν σας ρώτησα, θα οδηγήσω με κοοπτάτσια του μπαμπά μου που έχει το αυτοκίνητο. Γκέγκε;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συγκροτημένη ομάδα μελών ενός πολιτικού κόμματος που έχουν κοινή ιδεολογική ταυτότητα και επιδιώξεις και συνεδριάζουν μυστικά για να αποφασίσουν ποια στάση θα κρατήσουν στα επίσημα κομματικά όργανα. (Από εδώ).

Ετυμολογία από τη ρωσική, фракция (εδώ), που με τη σειρά της προήλθε από τη λατινική fractio (εδώ).

Αυτοί έχουν κάνει φράξια και πάνε να διασπάσουν το κόμμα. (Από εδώ).

Παράγωγα φραξιονιστής, φραξιονισμός, φραξιονιστικός.

Άλλη μια λέξη της κομματικής αργκό προερχόμενη από το χώρο της κομμουνιστικής αριστεράς, με τη γνωστή γλωσσική διαδρομή: Λατινικά => Ρωσικά (συνήθως μέσω κάποιας άλλης Ευρωπαϊκής γλώσσας, κυρίως της Γερμανικής => Ελληνικά. (Δες και κοοπτάτσια).

Βέβαια όπως συνήθως συμβαίνει (το'χα πάθει και γώ άλλωστε, εδώ) η λέξη απέκτησε άλλη σημασία στ' αυτιά των "αμύητων", όπως φαίνεται στο παράδειγμα:

Σκηνή από το "φοιτητικό" καφενείο, δίπλα στο Πολυτεχνείο, λίγο μετά τη μεταπολίτευση. Ο καφετζής έχει ακούσει τη λέξη και τα παράγωγά της, "μεταφράζοντάς τα κατά το δοκούν". Σχολιάζει το "εξάπορτο" που έκανα στον αντίπαλο "φράζοντας" τα πούλια του:

Τι βλέπω Μήτσο, φραξιονιστικές ενέργειες;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified