Όρος που εισήχθη πρόσφατα στην κωλομπαρική κοινότητα. Σημαίνει τα ευαγή ιδρύματα νέας κοπής, που είναι ντεκαφεϊνέ, δηλαδή δεν παρέχουν φραπέ, αλλά μιμούνται τα χλιδογκλαμουράτα strip-clubs του εξωτερικού, με full nude, και σέξαλλα πιπ σόου (με την κακή έννοια), που όμως δεν πιάνεις και, κυρίως, δεν σου πιάνουν τίποτα. Πρωτοπόρο ήταν το ολέθριο για τους φραπεμερακλήδες κλαμπ Αλκατράζ στην Συγγρού, το οποίο και φωτογραφίζει ο όρος.

Αντώνυμο: φτωχό πλην τίμιο φραπενείο.

Disclaimer: Το παρόν λήμμα αποτελεί καρπό διαδικτυακής μελέτης για τα γλωσσικά παράγωγα του φραπέ.

- Πώς περάσατε χτες στο ινστιτούτο; Καυλά ήτανε;
- Τελείως αφραπάζ δικέ μου! Πάλι καλά που είχα φέρει δικό μου σέικερ από το σπίτι, γιατί δεν θα είχανε φύγει ούτε τα χοντρά. Έχει πάντως πεντακάθαρες τουαλέτες, αν μπορείς να το πιστέψεις, τουλάχιστον μέχρι να τους ρίξω ένα άσπρισμα.

Παράδειγμα του τι φάσεις παίζονται στα αφραπάζ. Εδώ το Ναταλάκι Πόρτμαν σερβίρει αφραπάζ στον Κλάιβ Όουεν.  (από Dirty Talking, 12/06/09)Μιλάνε τα μάτια! (Όχι τα σέικερ). (από Dirty Talking, 12/06/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πολύ πριν το φραπέ γίνει σάγκα του σάιτ, το καπουτσίνο ήταν το στάνταρ υπονοούμενο για τον πέοντα. Όπως και οι μοναχοί Καπουτσίνοι, που οι καημένοι δεν μπορούσαν να φανταστούν τι σλανγκομοίρα τους περίμενε στην Ελλάδα.

Στην μετά φραπέ εποχή, ευλόγως ο καφές καπουτσίνο γίνεται φραπουτσίνο, για να δηλώσει το φραπέ με την γνωστή σύσταση, που προκαλεί αηδία σε πολλές Σλανγκοφοριάζουσες και τις κάνει να μην θέλουν να πιουν/ παραγγείλουν ούτε τον κανονικό καπουτσίνο. Παρομοίως έχουμε τα:

- Φραπουτσίνο φρέντο: Το φραπουτσίνο που σερβίρει παγομούνα.
- Φραπουτσίνο κάλντο: Το φραπουτσίνο με την καλή έννοια από καυτή φραπαιδοιάρα.
- Εσπρέσο: Το αγχωμένο φραπέ από φραπεδιάρα που επιδιώκει μεγιστοποίηση κέρδους με ξεπέτα.
- Εσπρέσο Φρέντο: Ό,τι χειρότερο! Βιαστικό ΚΑΙ από παγομούνα! Μακριά!
- Μοκατσίνο: Φραπουτσίνο από Αφροξυλάνθη, δηλ. Αφρογενή κορασίδα.
- Πουτσοτσίνο: Το γνωστό. Επίσης από τα ονόματα των κοριτσιών, βλ. λήμμα ντεκαφεϊνέ. Λ.χ. Λιλιαντσίνο, Μαρινοτσίνο κ.ο.κ.

Χύνω, χύνω με φραπουτσίνο!

(Τραγούδι τελειωμένου φραπεοκράτορα).

(από Khan, 20/02/14)(από Khan, 25/10/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σε σένα μιλάω κυνηγέ ψωλαρά. Πόσες φορές είδες στον δρόμο μια αφίσα με κλαμπ-μπαρ-κτλ που γράφει με μεγάλα τεράστια γράμματα Ladies Night κάθε Πέμπτη; Πόσες φορές πήγες; Τί αντίκρυσες κάθε φορά; Εσύ ξέρεις...

Για τους υπόλοιπους, ψωladies night είναι το μεγαλύτερο όπλο των κεφαλιών του μάρκετινγκ για να αποπλανούν τον φτωχό πλην τίμιο ψωλαρά και να τον κάνουν να επισκέπτεται συγκεκριμένα μαγαζιά τάζοντάς του λαγούς με πετραχήλια ή έναν χώρο με γυναίκες-υποψήφια θηράματα. Φυσικά κανείς δεν σκέφτεται ότι το δωρεάν ποτό που συνήθως τάζουν οι αχόρταγοι μαγαζάτορες οι περισσότερες γκόμενες το βρίσκουν σε όλα τα υπόλοιπα μαγαζιά από κεράσματα μόνων και μπάκουρων. Το τελικό θέαμα που αντικρύζει κανείς είναι αυτό ενός στρατοπέδου που ετοιμάζεται για άσκηση ή κοινώς αρχιδόκαμπος. Μην πείτε μετά ότι το slang.gr δεν σας προειδοποίησε...

Δημήτρης στην πόρτα του μαγαζιού: - Σήμερα θα γίνεται χαμός, έχει ladies night.
Χρήστος μέσα στο μαγαζί: - Ναι βλέπω... Ψωladies night!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified