Further tags

Η μαλακία.

Κατ' ευφημισμόν περιγραφή του αθλήματος για τις αγχολυτικές, χαλαρωτικές και λοιπές ελλείψει Λίλιαν ευεργετικές ιδιότητές του.

Κι εδώ, φυσικά, ισχύει το «μέτρον άριστον».

- Πωω, μ' αυτή τη μιλφάρα τη νοσοκόμα που πέτυχα δεν την παλεύω. Και είναι αναμενόμενα παντρεμένη.
- Ε, τι κάθεσαι; Pexotanil των 500mg 1x2, 30' προ της κατάκλισης για μια εβδομάδα. Υγιαίνετε...
- Έλα μου;
- Είπαμε, υγιαίνετε και πηγαίνετε!

- Το 90% των ανδρών παίρνουν κατά μέσο όρο ένα Pexotanil την ημέρα. Το άλλο 10% ψεύδεται.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το καφενείο, όπου συχνάζουν κάφροι, κυρίως οπαδοί αθλητικών ομάδων με διαταραγμένας τας φρένας.

  1. Προσωπικότης διαταραγμένη . Γίνεται γαύρος σε ιχθυοπωλείο όταν βλέπει καφρίλερ. Συχνάζει σε καφρενείο και πίνει γάλα. Ελλαδιστάν. (Από το Τουίτερ).

2. Οπως στο χωριο ο καθενας εχει το καφρενειο του και ΟΥΔΕΠΟΤΕ παει στο διπλανο.

3. Αυτή η έδρα, το καφρενείο, πρέπει να είναι άδεια στην τελευταία αγωνιστική!!!

Got a better definition? Add it!

Published

Χωριά ευρισκόμενα σε διάφορες περιοχές της χώρας (π.χ. στους νομούς Ηλείας, Μεσσηνίας, Ρεθύμνου κλπ.), των οποίων οι κάτοικοι ασχολούνται εντατικά με την καλλιέργεια της ινδικής καννάβεως.

Κατ' αντιστοιχία προς τα περίφημα μαστοροχώρια του νομού Ιωαννίνων, των οποίων οι κάτοικοι υπήρξαν κατά το παρελθόν ονομαστοί μαστόροι της πέτρας, έχοντας χτίσει σπίτια, γεφύρια και άλλες πέτρινες κατασκευές σε όλη τη Βαλκανική χερσόνησο.

«Πότε θα κατέβεις στα μαστουροχώρια να μας φέρεις φρέσκο πράμα να ξεχαρμανιάσουμε;»

Γαλατικό μαστουροχωριό. (από Khan, 13/03/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προτεινόμενος τίτλος περιοδικού «αφόσον» γίνει νομιμοποίηση των ουσιώνε από την κυβέρνηση. (Κατ' αντιστοιχίαν προς τα «Μαστορέματα»).

Επίσης έτσι ονομάζονται οι ρεματιές κοντά στα «Μαστουροχώρια».

«Μόνο στα Μαστουρέματα: - Φτιάξτε μόνοι σας τους καλύτερους home made αργιλέδες !
- Όταν καπνίζει ο λουλάς... Τι προσέχουμε.
- Πάτα τόνε κι άναφ' τόνε. Πέντε Tips για... ένα αργιλέ αφράτο. »

«Κάτω στα μαστουρέματα εγώ θα σ' ανημένω τσαι θά'χω τσ' ένα τρίφυλλο ζια χάρη σου αναμμένο»
Μαντινάδα Ζωνιανών

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified