Αυτός που εξετάζει ενδελεχώς, με την επιστημονική ακρίβεια και με την σχολαστικότητα ενός προφέσορα τις συνθήκες υγιεινής και καθαριότητας του περιβάλλοντα χώρου, όπου θα εναποθέσει την πολυτιμοτάτη, την ανεκτιμήτου αξίας κουράδα του. Είναι εκείνος ο δυσκοίλιος τύπος, που προ του χεσίματος ψεκάζει και βάζει μαντηλάκια πάνω στις λεκάνες από τις ξένες τουαλέτες, μην τυχόν και πάθει τίποτα μητρικά. Όταν ένας προχέσορας ξεπερνάει τα όρια της υπερβολής χαρακτηρίζεται και ως κοπρίτανης. Χρησιμοποιείται και υποτιμητικά για τον γουόναμπι καταρτισμένο.

  1. - Πήγα στην τουαλέτα και ήτανε χάλια. Γραμμένοι τοίχοι, λερωμένες βρύσες, θαμποί καθρέπτες.
    - Εντάξει, σε κωλόμπαρο ήμαστε. Τι περίμενες;
    - Κοίτα... Λίγο καθαριότητα δεν βλάπτει, έτσι;
    - Έλα ρε προχέσορα.

  2. Και όπως πάντα, σε άρθρο του Δ. Μιχάλη ο πρώτος που σχολιάζει είναι ο προχέσορας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση υβριστική, νεοεισηχθήσα από του Κρητομακεδόνα καθηγητού Ζουράρις (πώς λέμε Sotis;) ο οποίος, προφανώς, την ανέσυρε από τα Αρχεία των Μεγάλων Παλαιών που ευρίσκονται σε διασύνδεση με την πανεπιστημιακή του γκλάβα.

Προσδιορίζει τον «βρωμιάρη», τον «κλανιάρη», κ.α. τέτχοια.
Ομόηχο του «πορτολάνος», δηλαδή πλοηγός.
Όνομα διάσημου χρήστη της Φρηκιπέδειας (καθότι το γκουγκλάραμε και λίγο, η αλήθεια είναι).

- Είσαι πορδοκλάνος, πεολήπτης και βρακοχέστωρ!
- Άντε πάρε φόρα κι έλα με την όπισθεν !, ρε μπάρμπα!

Αέρα στα πανιά σου! (από Vrastaman, 06/07/10)(από MXΣ, 06/07/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο εξαιρετικά χλέμπη-χλέμπης τύπος. Ο «εχωνακανωμπανιοαποπαντα» τύπος, ο ξεχασμένος από τον χρόνο βρωμιάρης.

Μήτσος: - Ρε συ, μου μύρισε φέτα μαζί με το γάρο!
Ανδροκλείδωνας: - Don't panic! Ο Βρωμοσάπιεν ο Φίφης ήρθε πριν κι έβγαλε τα παπούτσια του...

Τα παπούτσια του Φίφη (από panos1962, 05/07/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ασχολούμενος με την εθελοντική συλλογική προστασία του περιβάλλοντος με σκοπό το προσπορισμό ανάθεσης εργασιών, έμμισθων θέσεων και αξιωμάτων, για τον ίδιο και τους οικείους του.

Ωχ, αυτός πάλι μιλάει για την άγρια φύση, όμως τον ξέρω εγώ τι περιβαλλοντοπατέρας είναι, όλο κονέ με το υπουργείο είναι για καμία ανάθεση έργου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτονόητος ορισμός. Η «βρισιά» αυτή ακούστηκε σε ένα καυγά, μεταξύ δυο γριών, εν έτει 1975, έξω από το κτίριο της τότε Βιομηχανικής (για τους παλιούς).

Άντε μωρή σαμιαμιδογλειμμένη!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο βρώμικος μέχρι τρομοκρατίας.

-Τι μπιχλάντεν είσαι συ ρε; Βρωμάς από 'δω μέχρι Αμέρικα. Φύγε από δω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χωρίς να είναι ιδιαίτερα χυδαία λέξη, βρίσκω ότι είναι ικανοποιητικά προσβλητική. Υποθέτω ότι είχε μεγάλη φαντασία αυτός που την εμπνεύστηκε, το μυαλό πάει στο τελικό προϊόν που προκύπτει αν περάσουμε 2-3 μεγάλες κουράδες από μια μηχανή του κιμά, και voila έτοιμος ο σκατοκιμάς.

(Απόσπασμα από sms που έστειλε άγνωστος σε γνωστό μου τα Χριστούγεννα)

...και να ξέρεις ότι οι αληθινοί άντρες στηρίζουν το σπίτι τους δουλεύοντας, όχι κάνοντας πλιάτσικο όπως εσύ. Είσαι ο μεγαλύτερος σκατοκιμάς του κόσμου...

(από slangprof, 04/01/09)

Βλ. και σχετικό λήμμα σκατομηχανή, η

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποτιμητικά, ο άντρας ο εξαρτημένος από τον ποδόγυρο της γυναίκας του που δεν έχει μάτια για άλλες.

- Φαντάστηκες τάχαμ' ότι θα σε προσέξει. Σώθηκες. Άσ' τονε ρε τον μουνίκακα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που πουλάει αέρα - κοροϊδεύει δηλαδή.

- Θα ψωνίσουμε από τον Τάκη;
- Τι λες ρε... απ' αυτόν τον κουραδέμπορα;

Got a better definition? Add it!

Published

Από τις λέξεις μουνί + κακά. Ο εξαιρετικά δόλιος και κουτοπόνηρος, αυτός που σου κάνει τέτοια ζημιά ώστε δεν μπορείς να βρεις το δίκιο σου.

-Τον μουνίκακα, τον παλιομαλάκα, που να του ψοφήσει όλο το σόι γι΄αυτό που μού ’κανε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified