Ο λεκές από κουνούπι ή σκνίπα συνήθως τους καλοκαιρινούς μήνες.
Ο Αγησίλαος είχε γεμίσει τους τοίχους κουνουπέδες μέσα στο δωμάτιο που κοιμόταν. Λογικό, τον είχα καταφάει τα άτιμα.
Ο λεκές από κουνούπι ή σκνίπα συνήθως τους καλοκαιρινούς μήνες.
Ο Αγησίλαος είχε γεμίσει τους τοίχους κουνουπέδες μέσα στο δωμάτιο που κοιμόταν. Λογικό, τον είχα καταφάει τα άτιμα.
Got a better definition? Add it!
Ουσιαστικό που προέρχεται από την επιβλητική έκφραση «ξύνω τ' αρχίδια μου» και σημαίνει το αποτέλεσμα ακριβώς αυτής της φράσης.
Παραδόξως, αν και το ξυσίμο των όρχεων αποτελεί μιας νευραλγικής σημασίας, ανακουφιστική και αγχολυτική διαδικασία, η λέξη με τον καιρό έχει λάβει αρνητική σημασία, εννοώντας την καθολική απραξία, το κωλοβάρεμα και τη λούφα εν γένει.
Αναλόγως με την κλιμάκωση της σοβαρότητας της κατάστασης, το ξύσιμο των όρχεων μπορεί να διενεργείται διαδοχικά ως εξής:
- Τι έγινε ρε Μπάμπη; Το πήρες το εκκαθαριστικό απ' την εφορία τελικά σήμερα;
- Είσαι τρελός; Με τόσο ξυσαρχίδι που ρίχνουν αυτοί εκειμέσα θ' αναγκαστώ να πάω και αύριο!
Βλ. και ξύνω.
Got a better definition? Add it!
Πρήξιμο, κλάψα, κρεβατομουρμούρα σε πολύ ενοχλητικό βαθμό.
- Τι έγινε ρε παιδάκι μου, γιατί είσαι έτσι;
- Ήμουνα με τη δικιά μου την απάλευτη πριν...
- Και;
- Τί και ρε; Άρχισε πάλι το ζμπαζοπούτσι και δεν σταμάταγε. Με τσάκισε σου λέω...
Got a better definition? Add it!
Οφθαλμολογική πάθηση ορισμένων Ελλήνων οδηγών κατά την οποία το κόκκινο και το πορτοκαλί των φωτεινών σηματοδοτών θεωρούνται αποχρώσεις του πράσινου, οπότε δεν προκύπτει λόγος να σταματήσουν.
-Ε, πού πας ρεεε, θα μας σκοτώσεις; Κόκκινο είναι! Αφαναροψία έχεις;;;
Πηγή: Πλαθολόγιο, εκδ. Intro 2007, του Λύο Καλοβυρνά
Got a better definition? Add it!
Μοιράζομαι με κάποιον την ίδια ομπρέλα, αφού υπάρχει μόνο μία, οπότε καταλήγουμε κι οι δύο να έχουμε από ένα βρεγμένο ώμο, αλλά γινόμαστε καλύτεροι φίλοι.
- Ημιαλεξιβράχηκα στον δεξί ώμο, αλλά αυτός ο τύπος φάνηκε καλό παιδί...
Πηγή: Πλαθολόγιο, εκδ. Intro 2007, του Λύο Καλοβυρνά
Got a better definition? Add it!
Η ανόητη, ανώφελη συνήθεια να σκύβουμε πέντε εκατοστά το κεφάλι όταν περνάμε μπροστά από άλλους θεατές σε σινεμά ή θέατρο ώστε να φτάσουμε στη θέση μας, λες και ο υπόλοιπος όγκος μας φάτσα φόρα δεν τους ενοχλεί.
Ε πήγαμε στις θέσεις μας με ματισκύψιμο, αλλά όλο το σινεμά άρχισε να φωνάζει...
Πηγή: Πλαθολόγιο, εκδ. Intro 2007, του Λύο Καλοβυρνά
Got a better definition? Add it!
Η αβάσταχτη ντροπή αν δεις συγγενή σου, έως και τρίτου βαθμού σε ριάλιτι σόου.
Και βλέπω τη θεια μου τη Βαρβάρα στο μεσημεριανάδικο! Μ'έπιασε Ριαλόνειδος.
Πηγή: Πλαθολόγιο, εκδ. Intro 2007, του Λύο Καλοβυρνά
Got a better definition? Add it!
Το γελοίο και εντελώς ανώφελο βάδισμα που υιοθετούν όσοι πρέπει να περάσουν πάνω από μια επιφάνεια που μόλις έχει σφουγγαριστεί, περπατώντας ελαφρώς στα νύχια. Ας σημειωθεί ότι σφουγγαροπερπατάμε μόνο αν είναι παρούσα η καθαρίστρια.
- Σφουγγαροπερπατούσε ο βλάκας! Και γέλαγε μέχρι και η καθαρίστρια!
Πηγή: Πλαθολόγιο, εκδ. Intro 2007, του Λύο Καλοβυρνά
Got a better definition? Add it!
Κάθομαι αμέριμνα και απερίσκεπτα σε πλαστικό κάθισμα αυτοκινήτου που ήταν παρκαρισμένο στις 3 η ώρα το μεσημέρι σε παραλία χωρίς σκιά.
Μπαίνει στο αυτοκίνητο που ήταν τρεις ώρες στον ήλιο η δικιά σου και κάθεται χαμογελαστή και τσουρουφλάθεται! Και φόραγε και μίνι!!!
Πηγή: Πλαθολόγιο, εκδ. Intro 2007, του Λύο Καλοβυρνά
Got a better definition? Add it!
Όταν από τη λαιμαργία μου προσπαθώ να φάω κάτι που ακόμα αχνίζει και το βάζω στο στόμα μου οπότε αναγκάζομαι να κρατάω το στόμα μου ανοιχτό και να φυσάω και να ξεφυσάω ελπίζοντας να δημιουργήσω ρεύματα αέρος που θα ψύξουν την άτιμη μπουκιά μου. Ενίοτε βγάζω και άναρθρους ήχους, οι πιο ηλίθιοι δε, κουνούν την παλάμη τους μπροστά απ' το στόμα, λες κι αυτό βοηθάει.
Μέσα απ'το τηγάνι ρε τά'τρωγε ο λαίμαργος. Άρχισε να φυσοτρώει μέχρι που αηδιάσαμε και φύγαμε...
Πηγή: Πλαθολόγιο, εκδ. Intro 2007, του Λύο Καλοβυρνά
Got a better definition? Add it!