Λέξη που περιγράφει ένα άτομο χαμηλής ηθικής στάθμης, ο άθλιος, ο χαμερπής, ο σκατάνθρωπος, ο κωλάνθρωπος, ο γκάβαλος. Μεταφορική χρήση του λόγου, εκφράζει μέγιστη απαξίωση. Λόγω του ουδέτερου γένους της λέξης, ενδείκνυται για χαρακτηρισμό θηλυκών προσώπων, που ο χαρακτηρισμός τους μέσα από λέξεις αρσενικού γένους όπως μαλάκας, αποτελεί έναν κακόηχο νεολογισμό.
Αυτή η γυναίκα κατά το διαζύγιό της φέρθηκε σα σκουπίδι, προσπάθησε να
βγάλει τρελό τον άντρα της, για να χάσει τα παιδιά του.
Ξύπνα ρε, αυτή είναι εντελώς σκουπίδι. Σε βρίζει, σου λέει ψέματα, σε
εξαπατάει, ασκεί βία, ατιμάζει τα παιδιά σας.
Χρησιμοποιείται και ως επιρρηματικό κατηγορούμενο με το ρήμα "κάνω", όταν κάποιος αντιμετωπίζει μία τρισάθλια συμπεριφορά. Τότε, επειδή την αποδέχεται, μετατρέπεται ο ίδιος έμμεσα σε σκουπίδι, επειδή χάνει την αξιοπρέπειά του.
Όταν τσακώνονταν τον έκανε εντελώς σκουπίδι, τον χτυπούσε και τον
έβριζε, προσβάλλοντάς την οικογένεια και τις αποφάσεις του. Δεχόταν
όμως τον εξευτελισμό, για να μην εγκαταλείψει το παιδί του.
Η λέξη ετυμολογείται ως εξής
Σκουπίδι < σκούπα + επίθημα -ίδι.
και είναι τυπικό παράδειγμα εξέλιξης της γλώσσας. Η σκούπα προέρχεται από το μεσαιωνικό λατινικό scopa που σημαίνει σκουπίζω, ενώ το -ίδι, προέρχεται από το αρχαιοελληνικό μετουσιαστικό επίθημα -ίδιον