Από τις λέξεις κοντός και πουτάνα, στο αρσενικό.
Συνώνυμο του πούστη άνδρα, αλλά σε πιο μικρο βαθμό.

- Ρε Μήτσο αυτός ο κοντοπούτανος ο Μάκης πάλι μου πήρε τον αναπτήρα και δεν τον έφερε ο μαλάκας...
- Και μένα μου χει φάει έτσι 2-3...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το σαρκαστικό χαμόγελο ή γέλιο του λαμόγιου. Αποτελεί το φυσικό επακόλουθο της πετυχημένης κομπίνας/πλάκας και συνήθως συνοδεύεται από υποτιμητικές φράσεις ή (ακόμα χειρότερα) από πλήρη σιωπή.

Ο ηλίθιος ο Παπαδόπουλος ακόμα περιμένει να του δώσω τα 50.000 ευρώ που μου έδωσε για να ηχογραφήσω CD της γυναίκας του... (λαμόγελο). Που να ήξερε ότι τα έφαγα μαζί της στα μπουζούκια... (ηχηρό λαμόγελο)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ύπουλη κλωστούλα που κρέμεται από κάποιο είδος ρουχισμού και που μόλις τραβάς για να την κόψεις, καταλήγεις να ξηλώσεις το μισό ρούχο.

- Και μου λέει «αχ, σου κρέμεται μια κλωστούλα»... Την τραβάει που λες και έφυγε όλη η τσέπη...

Πηγή: Πλαθολόγιο, εκδ. Intro 2007, του Λύο Καλοβυρνά

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified