Further tags

Το ευρώ (ενιαίο ευρωπαϊκό νόμισμα), όπως συνηθίζει να το αποκαλεί η «κυρία» Ανίτα Πάνια.

- Το τέσσερο Ανιτούλα μου.
- 150 ζεστά ευρώπουλα κυρία μου!
- Ανίτα μου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κίνημα που εμφανίστηκε στα μεγάλα ελληνικά αστικά κέντρα στα τέλη της δεκαετίας του '70. Γνώρισε ιδιαίτερη άνθηση στα μέσα της δεκαετίας του '80 και εκτοτε συνεχίζει να υφίσταται σε λανθάνουσα μορφή μέχρι τις μέρες μας. Εκφράστηκε κυρίως μέσω εικαστικών παρεμβάσεων της συζύγου στην διακόσμηση της σαλονοτραπεζαρίας του τυπικού αστικού σπιτιού της δεκαετίας του '80. Βρήκε επίσης πεδίο έκφρασης στα μουσικά και ενδυματολογικά δρώμενα της εποχής.

-Ωραίο το σύνθετο που αγόρασε η Κούλα.
-Έλα μωρέ... ένα γυφτομπαρόκ ήτανε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ελικόπτερο είτε της αστυνομίας, είτε και καλά δημοσιογραφικό, που καταγράφει κάθε κίνηση σε μια συγκέντρωση, πορεία ή σε οποιαδήποτε άλλη δημόσια σύναξη.

-Κοίτα πόσα ρουφιανόπτερα υπάρχουν εδώ ρε!
-Χαμογέλα ρε! Μας φωτογραφίζουν!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο στόλος των στυλό που φυλάμε στη μολυβοθήκη μας, παρότι έχουν πάψει από καιρό να δουλεύουν. Έχει παρατηρηθεί πως κάθε φορά που πρέπει να γράψουμε στα γρήγορα κάποιο τηλέφωνο ή μια άλλη πληροφορία, πιάνουμε δεγράφυλο και τσαντιζόμαστε, οπότε μας έρχεται να τους πετάξουμε. Παραδόξως όμως, δεν τους πετάμε αλλά τους ξανατοποθετούμε στη θέση τους.

Πέντε λεπτά την είχα στο περίμενε να γράψω το τηλέφωνο της. Άστα, έχω γεμίσει δεγράφυλους...

Πηγή: Πλαθολόγιο, εκδ. Intro 2007, του Λύο Καλοβυρνά

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αντικείμενο πασιφανώς άχρηστο το οποίο το φυλάω κάπου γιατί ίσως στο μέλλον φανεί χρήσιμο. Αποτελεί συμπαντικό κανόνα ότι τα μελλοχρήσιμα, όταν τελικά τα χρειαστούμε στο μέλλον, ποτέ δε θυμόμαστε πού τα έχουμε βάλει.

- Ρε Γιάννη , αυτό το παξιμάδι περίσσεψε...
- Βάλτο στα μελλοχρήσιμα, κάπου θα χρειαστεί.

Πηγή: Πλαθολόγιο, εκδ. Intro 2007, του Λύο Καλοβυρνά

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δώρα συγγενών ή μη στενών φίλων που δεν ξέρουν τα γούστα σου.

- Τί πουλόβερ είναι αυτό που φοράς ρε Μίμη;
- Άσε, μια δωραηδία είναι της θειας μου της Τούλας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν το πολυφορεμένο ρούχο έχει αρχίσει να αλλάζει δραματικά χρώμα και να φωνάζει: «Θέλω πλυντήριο! Θέλω πλυντήριο!» Συγγενές του «βρωμυλί».

Ρε Γιάννη, πλύν'το καμμιά φορά αυτό το πουκάμισο. Μπλε ήταν και πλυντηρί κατάντησε.

Πηγή: Πλαθολόγιο, εκδ. Intro 2007, του Λύο Καλοβυρνά

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το φαγητό που αηδιάζει και μόνο σαν σκέψη.

- Τι έχει για φαγητό; Ελπίζω να μην έφτιαξε πάλι καμιά κωλοτρυπιδόσουπα..

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα παλιά κινητά (συνήθως της Αλκατέλ) που είναι παντόφλες, μπαχατέλες.

- Τι μάρκα κινητό έχεις ρε;
- Μπαχατέλ, δε βλέπεις; Όλη την ώρα μου σβήνει!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτοκίνητο που μετακινείται στους δρόμους της Αθήνας και μοιράζει δώρα σε τυχερούς.

Ο όρος αναφέρεται σε ένα παιχνίδι απο τον Village FM όπου οι ακροατές ψάχνουν να βρουν το βιλατζάμαξο για να κερδίσουν διάφορα δώρα.

- Ποιος θα βρει πρώτος το βιλατζάμαξο;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified