Further tags

Αρχετυπική νεαρά ύπαρξη, εντυπωσιακής εμφάνισης, με ιδιαίτερα λευκή οδοντοστοιχία, ζωηρό χαμόγελο αλλά και αμφιβόλου ευφυΐας.

Στην συντριπτική τους πλειοψηφία, το γέλιο τους έχει μια έντονη χροιά κακαρίσματος και η συχνότητα συγκεντρώνεται κυρίως στην υψηλή κλίμακα του φάσματος. Αν κάποιος βέβαια έχει μεγάλα κέφια, βρίσκει την όλη παρουσία χαριτωμένη και αστεία.

Είμαι που λες στον ζωολογικό κήπο με τον ανηψιό μου. Με πλησίαζει μια χαζορέτα και με ρωτάει πού είναι το κλουβί του Ροζ Πάνθηρα... Ε, τί να πεις...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μετεξέλιξη του γνωστού μας διαρρήκτη. Ο διαπρήκτης πλέον βαριέται θανάσιμα να ψάξει όλο το σπίτι για να βρει 100 ευρώ που έχεις ξεχάσει στο βαζάκι με το φλισκούνι και σου πρήζει το κεφάλι να αποκαλύψεις οικειοθελώς την κρυψώνα των τιμαλφών.

Άσε με κύριε διαπρήκτη μου, σε παρακαλώ! Πού να θυμάμαι που έβαλα τ' ασημένια κηροπήγια της γιαγιάς μου...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο οδηγός της Κυριακής. Το είδος του ανθρώπου που, όταν ξημερώσει η πολυπόθητη μέρα, φορτώνει το αυτοκίνητο του (συνήθως sedan-μαούνα) με τη γυναίκα του, τα δυο του παιδιά, το σκύλο του, την πεθερά του, το φίκο απ'το σαλόνι κι άλλα τιμαλφή και «βγαίνει βόλτα να ξεσκάσει».
Οδηγάει με 20 χλμ/ώρα στην Αθήνα (και τους περιφερειακούς σ'αυτήν δρόμους) θαυμάζοντας τα λιγοστά δέντρα, τα σπίτια, τους κάδους του Δήμου Αθηναίων και άλλα αξιοπερίεργα, δημιουργώντας πίσω του μια τεράστια ουρά αυτοκινήτων που οι οδηγοί τους αναρωτιούνται αν τελικά έκαναν λάθος και είναι στο δακτύλιο πρωί Δευτέρας.
Αν δώσετε πολλή προσοχή, μπορεί να ακούσετε και τον χαρακτηριστικό ήχο που κάνουν τα νεύρα όταν σπάνε.

- Άντε ρε κυριαγόοοοοο, ξημερώσαμε βρεεεεεεε!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φρικτή και δόλια θεία, αστείρευτη πηγή κακεντρεχών σχολίων για όλους γύρω της.

Και μόλις είδα στο σαλόνι τη νυθείτσα μου την Καίτη, έφυγα από την μπαλκονόπορτα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ξαφνικό παραλήρημα φλυαρίας από μέχρι πρότινος διακοσμητικής συμπαρουσιάστριας τηλεοπτικού σόου.
Χρησιμοποιείται ευρύτερα και εντός παρέας ατόμων, όταν μία μη-αντιληπτή και αμίλητη παρουσία, αρχίζει ξαφνικά έναν καταιγισμό σχολίων.

Επί δύο ώρες η Μαίρη ούτε που ξέραμε αν ήταν ζωντανή. Και μετά το γύρισε σε γλαστρίδα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ατσούμπαλος και συνάμα υπέρβαρος άνθρωπος (ασχέτου φύλου), που σου πατάει το πόδι στις πιο άκαιρες στιγμές. Στο λεωφορείο, στο τρόλλεϋ, στην ουρά μιας υπηρεσίας κ.α.

Κι ενώ χάζευα τη μικρούλα στη διπλανή θέση, μου ρίχνει μια πατημασιά ένας ποδοστρωτήρας...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Kαλλιτέχνης που είναι περισσότερο γκέι και λιγότερο καλλιτέχνης, με οδυνηρά αποτελέσματα για την τέχνη και θανατηφόρες επιπτώσεις για τους θεατές. (Στη Θεσσαλονίκη: Γκεϊλλιτέχνης).

Σιγά ρε μην είναι και ο Coppola! Αυτός ρε είναι κεϊλλιτέχνης. Ωωωωχ με την αδερφάρα τώρα....

Πηγή: Πλαθολόγιο - Η απουστειρωμένη έκδοση, εκδ. Intro 2008, του Λύο Καλοβυρνά

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Nτιτζέι (DJ), ανεξαρτήτως σεξουαλικού προσανατολισμού, που παίζει υπερβολικά πολλές φορές το «I Will Survive». Mία φορά είναι ήδη υπερβολικά πολλές.

Μωρέ καλό μπαράκι, καλή ατμόσφαιρα... αλλά κάτι δεν πήγαινε καλά... πολλοί άντρες, καθόλου γυναίκες. Άσε που είχε και ντιγκέι...

Πηγή: Πλαθολόγιο - H απουστειρωμένη έκδοση, εκδ. Intro 2008, του Λύο Καλοβυρνά

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αμετροεπείς θρησκευτικοί ταγοί που καπηλεύονται το όνομα των πεφωτισμένων ιδρυτών θρησκειών με αποκλειστικό στόχο την αυτοπροβολή, καλύτερα ρούχα, διακοπές σε ιδιωτικά γιοτ και φυσικά την καταπίεση και τον εκφοβισμό όλων αυτών που αποκλίνουν έστω και οριακά από το μύθευμα του χρηστού μέσου όρου. Σύμφωνα με την ιατρική βιβλιογραφία, τα αίτια αυτής της συμπεριφοράς είναι ότι όταν ήταν μικροί κανένα παιδάκι δεν ήθελε να παίξει μαζί τους γιατρό και νοσοκόμα. Οι πληροφορίες για απωθημένο με την Bibi-Bo παραμένουν ανεξακρίβωτες.

Ορισμός σαφής. Νομίζω...

Πηγή: Πλαθολόγιο, εκδ. Intro 2007, του Λύο Καλοβυρνά

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παιδί το οποίο όταν πέσει κοιτάζει πρώτα αν το βλέπει κανείς μεγάλος, σε οποία περίπτωση μπήγει τα κλάματα σπαραξικάρδια, ειδάλλως συνεχίζει αμέριμνο.

- Ήμουν πίσω απ 'το δέντρο και δε μ' έβλεπε. Έπεφτε, κοίταγε τριγύρω και σηκωνόταν. Μόλις εμφανίστηκα, έπεσε κάτω κι άρχισε τα κλάματα το μπηγοπαιδόφωνο.

Πηγή: Πλαθολόγιο, εκδ. Intro 2007, του Λύο Καλοβυρνά

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified