Δάνειο που παρέχεται ως ελάχιστη αποζημίωση στην οικογένεια αποθανόντος.

- Άντε Μητσάρα, έκανες την τύχη σου. Η πεθερά σου η μαλάκω ψόφησε, τα 'γραψε όλα στη γυναίκα σου, άρα σ' εσένα, και θα πάρεις και ψοφοδάνειο. Αμπράμοβιτς θα γίνεις!
- Ναι ρε μαλάκα, άντε και βουρ για Μπαχάμες!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο δημοσιογράφος που τρέφεται με τον θάνατο των συνανθρώπων του.

Λύσσαξαν όλοι οι τηλεκανίβαλοι με τον μικρό Άλεξ. Και τι απέγινε; Τίποτα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έντομο, κυρίως μυγάκι, που έχει ταχθεί να αυτοκτονήσει μέσα στον καφέ σου ή στο κρασί σου και δε λέει να φύγει μέχρι να πέσει μέσα. Ορισμένα καμικαζέντομα έχουν ως σκοπό ζωής να εξερευνήσουν τα ρουθούνια σου.

- Χλιδάτο εστιατόριο και να παλέυω μισή ώρα μην πέσει μέσα στο κρασί μου το καμικαζέντομο...

Πηγή: Πλαθολόγιο, εκδ. Intro 2007, του Λύο Καλοβυρνά. Βλ. και καμικάζι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified