[βεν. limounada με τροπή [i>e] κατά το λιμούνι]

Η ξινή γκόμενα, προέρχεται από την σύμπτυξη των λέξεων λεμόνι και μουνί, προσδίδοντας χαρακτηριστικά του πρώτου στην φυσική υπόσταση του δευτέρου. Συνώνυμα: ξινομούνα, κακογαμημένη, Γεωργία Βασιλειάδου.

Στέλιος: Μαλάκα το μπαρ πάλι τίγκα στις ξινές ανορεξικές γκόμενες είναι...
Πάνος: Κατάλαβα... Πάλι λεμουνάδα θα πιούμε...

λεμούνι (από Khan, 16/12/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στοιχειώδες σωματίδιο της φυσικής, υπεύθυνο για την έλξη ανάμεσα σε δύο (ή περισσότερους) άνθρωπες, κυρίως εκπεμπόμενο από το θηλυκό γένος τύπου: μουνάρα, τούμπανο, καυλέτα-καυλέτα, κορίτσαρος-γεννίτσαρος κ.ο.κ.

Η δράση του αναγνωρίζεται σχετικώς εύκολα, εις τον εκτεθέντα στην ακτινοβολία του, αν και μπορεί να έχει ποικίλες αντιδράσεις, αναλόγως τους παράγοντες, όπως πχ στις ακόλουθες εικόνες. (όχι 'δω, πιο κά')

Τα καυλόνια δεν επηρεάζουν τους πάντες, όπως πχ άτομα του ιδίου φύλου (τσου στρέιτ), τους ασέξουαλ, τους happily married or happily in love ξέρω γω, τους μοναχώτες και γενικώς τους απέχοντες από το άθλημα.

Επίσης, αν είσαι τυχερός / ή και γκαβώθηκε το αντικείμενο του πόθου σου και σ' το δώσει τότε πολύ πιθανό να εξασθενήσει η ενέργεια του καυλονίου πάνω σου, καθώς συνήθως δεν έχουν να κάνουν τόσο με τον έρωτα, τις καρδούλες και τα βελάκια, όσο με αυτό που στον καθημερινό λόγο περιγράφουμε ως «η καύλα της στιγμής».

Διαχέεται μαζικά στην βιόσφαιρα τους ζεστούς κυρίως μήνες καθώς τα πολλά ενδύματα είναι κακοί αγωγοί των καυλονίων, ιδαιτέρως τα τύπου βράκα, φόρμα-παντελόνι οριεντάλ-αμπίρ-Φατίχ Χακίν και γενικώς ότι φαντεζί «προκαλεί-τις-αισθήσεις»-μι χαίσο-παπαριά σκεφτούν κάτι ψωνισμένοι ΜΜήδια-κατασκευασμένοι κόπανοι της κραταιάς εσπερίας, ονόματι miss Racksevski, Sarah Florence, Roberto carValei, lela trela kai kordela ετσετερά ετσετερά... -συνοδευόμενα πάντα απο το κατάλληλο υπόδημα χρώματος «κράμα λευκόχρυσου Βουργουνδίας ανακατεμένο με σάπιο μήλο Ζανζιβάρης» (με σκουλήκι) και φο μπιζού και μπιχλιμπίδια και θέλω τα σέα μου θέλω τα μέα μου θέλω τα όοοοπα μου και το κούρασαμε το ένστικτο.

Έτσι λοιπόν, αν και ούτε στον περιοδικό πίνακα αναφέρεται, ούτε και κανείς επιστημονικός οργανισμός διερευνά το εν λόγω σωματίδιο, οφείλουμε να αναγωρίσουμε την υπαρξή του καθώς οι αποδείξεις είναι αδιάσειστες και τα αποτελέσματα χειροπιαστά και εμφανώς παρατηρήσιμα.

Επιπλέον ουδεμία σχέση έχει με αυτό αν και διάφοροι αρχαιολόγοι λεν πως παλιάααα η Καλαβρία ελέγετο Καυλαβρία και παρεποιήθη εις τους αιώνας εκ των αδαών (και των Αχαιών).

  1. - Πουώω δικέ μου! Περιμένω πώς και πώς για Ίο καλοκαίρι!!
    - Ναι, αλλα απ΄ τα πολλά αιωρούντα καυλόνια δεν θα ξέρουμε πού να τη βάλουμε... Εγώ δεν κοιμάμαι στη σκηνή μαζι σου μαλάκα.. χαχαχα!

  2. - εμποριο σπερματος στο μπαρακι μας;;; Ουστ βρε!! Θα σασ ριξω ραδιενεργο πολονιο στα ποτα μου φαινεται!!:smash:
    - καυλωνιο να ριξεις μπας κ ξεκαβλωσουν μερικοι εδω μεσα.»
    (από φόρουμ, εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παράφραση της γνωστής τραγωδίας του Ευριπίδη, που διαδραματίζεται στο στρατόπεδο της Αυλίδας.

Η Καυλίδα, τόπος φανταστικός, αντικαθιστά την Αυλίδα. Είναι ένας τόπος όπου κυριαρχούν οι ορμές και ο έντονος ερωτισμός. Η θυσία στην Καυλίδα γίνεται προς τιμήν της Αφροδίτης, θεάς του ερωτισμού, και όχι της Αρτέμιδος.

- Τελικά τι έγινε με το μουνάκι που κόζαρες τις προάλλες και τελικά έκανες την κίνηση προσέγγισης.
- Τίποτα, προς το παρόν. Μου είπε ότι έχει γκόμενο, τον οποίο αγαπάει, αν και δεν τα πάνε ιδιαίτερα καλά. Εγώ της πρότεινα να θυσιάσει το συναίσθημα και να γίνει μία σύγχρονη Ιφιγένεια εν Καυλίδι. Αναμένω απάντηση...

Η σύγχρονη Ιφιγένεια, προ της θυσίας της στην Καυλίδα (από krepsinis, 05/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτή που θέλει διακαώς να γίνει τραγουδίστρια σε νυχτερινά κέντρα, αν και η φωνή της είναι λίγο πιο μελωδική απ' του κορακίου. Ντύνεται, μάλλον γδύνεται, για ν' ανέβει στην πίστα, θυμίζοντας περισσότερο περιπατητική παρά καλλιτέχνιδα.

Από εκπομπή του Μητσικώστα:

«Και τώρα, η διεθνούς φήμης ψολίστ, Στέλλα Μπεζ!»

Got a better definition? Add it!

Published