Υποτιμητικά, δηλώνει τον στρατιώτη που έχει μόνιμη αγγαρεία το καθάρισμα ταψιών.

Ο Δημητρίου είναι ο ταψίαρχος εδώ στο στρατόπεδο. Έχει τρελαθεί στο πλύνε-τρίψε-ξύσε στα μαγειρεία!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στον στρατό Ι5 είναι ο βαθμός σωματικής ικανότητας που δηλώνει τον ανίκανο να υπηρετήσει για σωματικούς η ψυχολογικούς λόγους. Απο εκεί βγαίνει και ο υποτιμητικός χαρακτηρισμός για τους γιωτάδες που απο το Ι3 μέχρι το Ι4 υπηρετούν.

Ι15 δηλώνει τον εντελώς άχρηστο.

- Καλά ρε ο Γεωργίου Ι15 είναι; Όλες τις μέρες στο ιατρείο είναι και βγαίνει ελεύθερος υπηρεσιών!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στο στρατό, ο Επαγγελματίας Οπλίτης.

Υποτιμητικά: Επειδή Πέινασα Ορκίστηκα Πάλι.

- Γέμισε ΕΠΟΠ το στρατόπεδο!
- Αστα να πάνε! Επειδή Πέινασαν Ορκίστηκαν Πάλι!

Βλ. και χεπχοπάς, ΕΠΟΠ ταξίαρχος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στο στρατό: ο Τυφεκιο-φόρος.

Υποτιμητικά: Τρέξε Φουκαρά.

-Πού υπηρετείς;
-Τυφεκιοφόρος στη Σάμο.
-Τρέξε Φουκαρά..

Got a better definition? Add it!

Published

Ο στρατιώτης που έχει υπηρεσία στην κεντρική πύλη του στρατοπέδου.

Δημητρίου βγήκαν οι υπηρεσίες και είσαι πυλάτος 10.00 - 12.00.

Got a better definition? Add it!

Published

Παράφραση των αρχικών Δ.Ε.Α. (Δόκιμος Έφεδρος Αξιωματικός). Χρησιμοποιείται - προφανώς - απαξιωτικά επειδή οι ΔΕΑ είναι και αυτοί κληρωτοί, οι οποίοι επειδή πήραν ένα γαλόνι την βλέπουν κάπως. Συναντάται επίσης και ως «κωλαρχιδέα».

Κοίτα να δεις που μας διατάζει και ο Κωστάκης. Έγινε αρχιδέα και κάτι τρέχει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ως όργανο σλανγκίζεται κυρίως το γενετήσιο όργανο, το αιδοίον του ανδρός κυρίως, ο μπαργαλάτσος, και λιγότερο το αιδοίον της γυναικός. Από εκεί έχουμε μια σειρά σλανγκικών συνειρμών και για τις άλλες χρήσεις της λέξης από σλανγκικούς καλοθελητές. Λ.χ.

  2. Όργανον της Τάξεως είναι ο μπάτσος, ο φίλος μας το ζώο, κυρίως ο μη βαθμοφόρος αστυνόμος. Συνειρμοί με την πρώτη έννοια σημαίνουν ότι ο μπάτσος δεν έχει παρά μόνο ένα κεφάλι, το κάτω, ή ότι είναι για τον πούτσο. Έχει σλανγκιστεί ιδιαίτερα απ' τον Λάκη Λαζόπουλο στους «Δέκα Μικρούς Μήτσους».

  3. Μουσικό όργανο. Φράσεις όπως «τι όργανο παίζεις», ή «είναι σολίστ στο τάδε όργανο» πολύ γρήγορα έγιναν κακόσημες από τους σλανγκικώς ευεπίφορους. Εξάλλου, τα πνευστά μουσικά όργανα παραπέμπουν ευκόλως σε φάσεις παιξίματος κλαρίνου, ενώ και τα κρουστά δεν είναι άμοιρα σλανγκικών υπονοουμένωνε, για κάθε είδους σκαμπίλια. Ακόμη και τα έγχορδα μπορούν να έχουν σεξουαλική χρήση, όπως κατέδειξε η χήρα του Μάο. Το κατεξοχήν όργανο, λοιπόν, είναι το πουλόφωνο ή όφωνο κι ο κοινωνικός παίκτης του λέγεται ψωλίστ, ενώ ο μοναχικός οργανοπαίκτης.

  4. Όργανο γυμναστικής, όθεν η ενόργανη γυμναστική.

  5. Οργανική και ανόργανη χημεία.

  6. Από την επιστήμη της Βιολογίας έχουμε το οργανίδιο, (δηλαδή σχηματισμό μονοκύτταρων οργανισμών ανάλογο με αυτόν που έχουν τα όργανα στους πολυκύτταρους), που σλανγκίζεται για να δηλώσει το πολύ μικρό όργανο.

  7. Τέλος, παρόμοια με την σημασία 2, μπορούν να προσλάβουν εκφράσεις, όπως «τα αρμόδια όργανα», «τα όργανα του κόμματος», «τα θεσμικά όργανα» κ.τ.ό.

Σαχλεπίσαχλοι αστεϊσμοί εις βάρος σολίστ:
- Και, αλήθεια, τι όργανο παίζεις; Το παίζεις πολλά χρόνια; Πότε το άρχισες; Και λοιπές σαχλαμπούχλες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο επικεφαλής αξιωματικός του περιπολικού 100.

Με σταμάτησε ο εκατόνταρχος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μπισκότο στην Καλιαρντή σήμαινε τον χουντικό, απλό υποστηρικτή του δικτάτορα ή/και χαφιέ. Η σημασία προέκυψε συνειρμικά από τα μπισκότα Παπαδοπούλου.

Η λέξη πριν το ’67 ήταν μπισκοτότεκνο και σήμαινε τον αξιαγάμητο στρατιώτη, το λόμπα. Ο στρατός γενικότερα ελεγχόταν από επίδοξους χουνταίους. Όταν μας έκατσε λοιπόν ο φλεγόμενος φοίνικας, η λέξη μπισκότο αυτονομήθηκε για να καλύψει τις ανάγκες των ομοφυλόφιλων, πολλοί απ’ τους οποίους φύσει και θέσει ήταν αντικαθεστωτικοί. Με τη μεταπολίτευση και κυρίως μετά το ’81 η λέξη περιέπεσε σε αχρησία. Στο μεταξύ οι ομοφυλόφιλοι οργανώθηκαν (ΑΚΟΑ) και το ’78 κυκλοφόρησαν ένα από τα πιο προχώ περιοδικά (ΑΜΦΙ), που έφεραν τους ομοφυλόφιλους κοντά στο ενεργό και ανήσυχο φοιτητικό (και όχι μόνο) κίνημα της αμφισβήτησης. Κατηγορήθηκαν για ελιτισμό-Βελτσισμό από αντίπαλη ομάδα, με το περιοδικό Κράξιμο και το ’88 το ΑΜΦΙ σταμάτησε να κυκλοφορεί. Κι οι χαφιέδες έπιασαν αλλού δουλειά.

Σχετικό γλωσσάρι:

κατσικέ: ο αριστερός
ναψιάρης: το καρφί, ο καταδότης, ο κουτσομπόλης, ο σπιούνος (ίσως εκ του αναψιάρης
προβατέ: ο δεξιός
τζασροβεσπάκης: ο φασίστας

Δε γνωρίζω αν οι νεότεροι ομοφυλόφιλοι επινόησαν ξανά τη λέξη μπισκότο (ως κολομπαράς) από τα El bisko (o Xότζας ίσως μας διαφωτίσει).

Βλ. επίσης μπισκότο, τα cookies στον κομπιούτορα.

Πηγή: Πετρόπουλος και πρωτογενής έρευνα.

H Πάολα και ο Μητσάρας σε αφισοκόλληση κάπου το ’80, μεσάνυχτα, ο Μητσάρας κολλάει κι Πάολα κάνει τον τσιλιαδόρο σιγομουρμουρίζοντας το εξής:

“Πω-πω-πω μια ευκαιρία
Ψηφίστε Μανολία
Να’ χει ο δρόμος δυο τζουρά (ουρητήρια-ψωνιστήρια)
Και όχι υπουργεία,
Να πηγαίνουν οι αδερφές
Να δικέλουν σερμελιές (να κόβουν μπαργαλάτσους)
Και ν’ αβέλουν τις μπαρές” (να διαλέγουν τους χοντρούς)
(Πετρόπουλος)

Μητσάρας: “Σιγά ρε, κι οι τοίχοι έχουν αφτιά”.
Πάολα: “Παντού μπισκότα...”
Και μετά από λίγο η Πάολα λέει βραχνά: “Τζάσε Μητσάρα, μπισκότο, μπισκότοοο!”

αυτό λες μάλλον... (από BuBis, 30/09/09)Ένας Παπαδόπουλος μας χρειάζεται! (από Khan, 03/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το κομάντο είναι ο στρατιώτης ο οποίος είναι εκπαιδευμένος στην εκτέλεση ειδικών και συνήθως επικίνδυνων αποστολών (αιφνιδιασμούς, δολιοφθορές, ανατινάξεις, κτλ). Η λέξη παραπέμπει σε δυναμισμό, ντουρασελάτη αντοχή, τεχνική, κλπ.

Η λέξη πτωμάντο προκύπτει με παράφραση της λέξης κομάντο, γεννήθηκε στα στρατά, χρησιμοποιείται ευρύτερα και αναφέρεται σε κομάντο με σπεκς πτώματος. Αναφέρεται δηλαδή σε κομάντο για κλάματα.

Αναλυτικότερα, μιλάμε για:

  • Άτομο που το παίζει δραστήριος, δυναμικός, ανθεκτικός και στην πράξη αποδεικνύεται κότα λιράτη (βλ. παρ. 1). Πολλές φορές μπορεί να βγάζουμε κι απωθημένα χαρακτηρίζοντας έτσι κάποιον (βλ. παρ. 2).
  • Άτομο που έχει τα παραπάνω χαρακτηριστικά, αλλά συγκυριακά είναι σε φάση αποσύνθεσης (μπαγιάτικο μύδι από την κούραση, καταρρακωμένος ψυχολογικά, καταβεβλημένος από αρρώστια, έτοιμος για απογείωση, κλπ). Βλ. παρ. 3, 4.
  • Μούχλας, τεμπέλης, άτομο που μέχρι να κουνήσει το ένα πόδι βρωμάει το άλλο (βλ. παρ. 5).

Βλ. και λήμμα κομάντο.

  1. Στον στρατό, ο λοχίας παρατηρεί τον τρόπο που εκτελεί τις κάμψεις ένας φαντάρος (Καλούδης) που το παίζει κομάντο.
    - Έτσι είναι τα κομάντα ρε Καλούδη; - Γιατί;
    - Έχεις ξεσκιστείς στο αερογάμ και αγκομαχάς με 5 κάμψεις. Δεν είσαι κομάντο ρε... πτωμάντο είσαι.

  2. Στον στρατό, σε πορεία νεοσύλλεκτων πεζικάριων που φέρουν πλήρη φόρτο, ένας κομπλεξικός λοχαγός τους βγάζει την πίστη υποχρεώνοντάς τους να ταχύνουν υπερβολικά το βήμα.
    - Άντε ρε παλιοκηδείες, πιο γρήγορα ρε παλιοντακότες. Χωρίς να κόψετε ρυθμό αρχίστε να φωνάζετε: Στην μπάντα, στην μπάντα περνάνε τα πτωμάντα. Δε χαλαρώνουμε λέω...

  3. - Άσε, εδώ και πολύ καιρό μου 'χει φύγει η μαγκιά στη δουλειά. Εγώ που δεν κώλωνα σε τίποτα, έχω καταντήσει πτωμάντο του ελέους.

  4. - Άσ΄τα... Χθες τράβηξα μεγάλο λούκι ως νεροκομάντο και σήμερα είμαι πτωμάντο απ' την κούραση.

  5. Στο δημόσιο, ένας εργατικός πλησιάζει έναν τεμπελχανά φίλο του.
    - Ά ρε Κώστα, αν μ' αρέσει κάτι σε σένα είναι η σταθερή απόδοσή σου. Απ' το πρωί ως το βράδυ... είσαι το απόλυτο πτωμάντο, χα χα χα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified