Ως γνωστόν τοις πάσι, υπάρχουν γυναίκαι αι οποίαι ύστερα από πεολειχίαν θέλουν να ασπαστούν στο στόμα το σύντροφό τους μετά πάθους. Τοιαύτη κατηγορία γυναικών λέγεται «Φιλοπίππου», κατά το (λόφο) Φιλοπάππου.

Φαίδων: «Ώστε συνευρεθήκατε σεξουαλικώς μετά του γκομενακίου το οποίο σου συνέστησα; Εύγε! Πώς ήτο;»
Αρμόλαος: «Φρικτά λέγω! Ήλαβον μου πίπα, ετελείωσα, πτύει και ύστερον ήθελε να με ασπαστεί στο στόμα! Αίσχος λέγω!»
Φαίδων: «... όντως αίσχος!»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται στο παρκάρισμα, όταν ακουμπάς λίγο, ένα τακ, τον μπροστινό ή και τον πίσω. Πιο πολύ στον Αόριστο: «Τον φίλησα». Εννοείται ότι έχεις ακουμπήσει ελάχιστα τον προφυλακτήρα του, σαν ένα ακράγγιγμα των χειλιών σε ένα φιλί.

Πηγή: Beth.

- Έλα, έλα, έλα, έλα κι άλλο, έλα, έλα μαλάκα να δεις τι έκανες!
- Τι; Τον φίλησα;
- Ναι, αλλά γαλλικό φιλί! Βρες τώρα τον ασφαλιστή σου να δούμε πώς θα γλυτάρουμε!...

βλ. και δια της ακουστικής μεθόδου

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαριτωμενίστικη απόδοση του φιλάκια, με ιδιαίτερα διφορούμενα υπονοούμενα.

Σλανγκασίστ: Τζίμης Πανούσης

Πέρι: - Τα λέμε κάποια άλλη φορά, αυτές τις μέρες φιλοξενώ τον Πιέρ που γύρισε από την Côte d'Ivoire.
Βάγγος: - Να περάσεις καλά χρυσέ μου. Φιδαααάκια! (γκρρρ...)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified