Στρατιωτικό καψώνι, όπου ο νέωψ κλείνεται στην ντουλάπα, του βάζουν ένα κέρμα στο στόμα, και τον υποχρεώνουν να τραγουδάει (Δες). Κατά άλλη εκδοχή πετάνε τα κέρματα από τις γρίλιες του φοριαμού (Δες).

Πάσα: Κνάσος.

Μακαρι γιατι τωρα υπηρετει φιλος μου απο Περθ Αυστραλια ανυποτακτος που θελει να ξεμπερδευει 36 χρονων και εφαγε τζουκ μποξ στη μοναδα απο δυο ντουλαπες. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην στρατιωτική αργκό, είναι το βαρύ κράνος παλαιάς κοπής.

- Καλά, θα κάνουμε πορεία με χέβι μέταλ; - Έεεετσετσέτσι!, θα πήξει η μούνα σου!

Got a better definition? Add it!

Published

Κραυγή ενθουσιασμού του δημοσίου υπαλλήλου, που μπορεί να τα ξύνει με την ησυχία του στο Δημόσιο μονιμοποιημένος, αντί να τον τρέχει στον ιδιωτικό τομέα ο κάθε ρουμάνος.

«Φορέβα» από το «for ever», όπως καθιέρωσαν τα Ημισκούμπρια.

Δεν θέλω κάτσε σήκω, ανέβα και κατέβα,
γιατί τα ξύνω μόνιμα, Δημόσιο φορέβα!
(Ημισκούμπρια)

Δημόσιο φορέβα (από Dirty Talking, 13/02/09)συμβαίνει κ αλλού (από gaidouragathos, 11/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified