(Γιάννενα & Βόρεια Ελλάδα): Λαιμός, καρύδι, οισοφάγος.
Στην Πάτρα καρύτζαφλος, στην Κρήτη τζάρουχας (βλ. έγινε ο στόμας μου τσαρούχι <πιθανότατα εκ του τουρκ. caric = πληγή).
Στην κλασσική αργκό: τραγουδιστής.
Αρε, να συ πιάσου απ' τουν γκαρλιάγκο, να στουν στρίψου.