Το κρεσενταριστό φραπέ που χτυπάς μόνος σου, ή που σου σερβίρει κάποια πρόθυμη φραπεδιάρα ψυχή. Κρητικός ιδιωματισμός που έχει παρεισφρήσει για τα καλά και στην μπουρδελοσλάνγκ.

Πέραν του φραπουτσίνο, τα αλάνια επίσης αποκαλούν καταχτύπι...

1.
Το καταχτύπι παίζει πολύ στην Κρήτη, μην πω ότι είναι κρητικό και ακουστώ τοπικιστικιστικιστής (xalikoutis)

2.
- xalikoutis: την κα αρνού κι εγώ πολύ νάρα τη φαντάζομαι, φανταστείτε τριαντάρα γαλλίδα κρύσταλλο σεξουαλικά σχετικά αχρησιμοποίητη σε σημείο επιπολής στατικού ηλεκτρισμού και ηφαιστιακών υποσχέσεων... για πολύ καταχτύπι αν μου επιτρέπετε...
- Hank: ...κι εγώ είχα τραβήξει πολλές μαλακίες για πάρτη της, όταν ήμουν μικρός...

3.
Η μαλακία είναι θείο δώρο, ευγενές sport, δημιουργική απασχόληση, πράξη βαθιάς αυτογνωσίας και αυτοεκτίμησης, ενέργεια με πολυσήμαντο πολιτικό συμβολισμό. Συνίσταται να λαμβάνει χώρα μπροστά σε ολόσωμο καθπέπτη ώστε να μεγιστοποιούνται τα ωφέλη που προκύπτουν από το καταχτύπι (strongly recommented).

4.
Δακτυλάκι και εκεί, χωρίς το παραμικρό όχι ή μη, και καταχτύπι για άλλα 5-7 λεπτά. Μια και δεν με έβλεπα να τελειώνω έτσι, της ζήτησα να γυρίσουμε σε 69, όπου και ολοκλήρωσα μετά από έντονο γλύψιμο.

5.
Slayer - Silent Scream - Τελειωτικό καταχτύπι...Αν προλάβεις τον ντράμερ...

6.
Δεν είμαι ικανοποιημένος όμως. Το σασμάν θυμίζει Yamaha (πολύ καταχτύπι και τα σχετικά), ούτε το δούλεμα του κινητήρα μου αρέσει ειδικά στις μεσαίες στροφές και σαν να μου μυρίζει και καΐλα...:alien

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατσαμπούνα είναι μια κυπριακή λέξη που σημαίνει κάτι σαν καραμούζα ή σφυρίχτρα ή κόρνα. Γενικά χρησιμοποιείται για οποιοδήποτε θορυβοποιό «πνευστό» ή άλλο αντικείμενο, τ. βουβουζέλα, που ξεσηκώνει τον κόσμο για σκοπούς οργιαστικούς, διονυσιακούς ή απλώς καγκουροειδείς. Επίσης μεταφορικά μπορεί να χρησιμοποιηθεί και για άλλους ενοχλητικούς οξείς θορύβους, λ.χ. για το κλάμα ενός μωρού ή για θορύβους παραγόμενους από ποικίλα μπλιμπλίκια. Κατσαμπούνα ονομάζεται επίσης και η μαντούρα που είναι ένα απλούστατο παιδικό παιχνίδι με λίγες τρύπες.

Εδώ βρίσκουμε την άποψη ότι η κατσαμπούνα προέρχεται από την τσαμπούνα, αν και το αρχικό κα- είναι δυσεξήγητο. Η τσαμπούνα είναι «νεοελληνικό λαϊκό πνευστό, με δύο αυλούς και ασκό» που παίζεται στα νησιά του Αιγαίου και «στα μάτια του αμύητου δεν ξεχωρίζει από την γκάιντα». Η γενική ονομασία που περιλαμβάνει τόσο την τσαμπούνα όσο και την γκάιντα είναι άσκαυλος. Περαιτέρω η ονομασία τσαμπούνα «προέρχεται από το ιταλικό zampogna (τσαμπόνια)», που είναι ένας παρόμοιος άσκαυλος. Η ιταλική λέξη zampogna θεωρείται εδώ ότι ετυμολογείται από τη λατινική λέξη symphonia, δηλαδή εντέλει από την ελληνική συμφωνία, άρα πρόκειται για αντιδάνειο. «Το νόημα του όρου είναι προφανώς ότι δύο ή περισσότεροι αυλοί (στα ιταλικά όργανα είναι συνήθως τέσσερις) ηχούν ταυτόχρονα» και όχι μόνοι τους. Πνευστά με παρόμοιες ονομασίες βρίσκουμε στη Γεωργία (chiboni) και στη Ρουμανία (cimpoї).

Βλέπουμε, λοιπόν, μια μετατόπιση σημασίας από ένα πνευστό μουσικό όργανο σε ένα ευτελές θορυβοποιό αντικείμενο, που είναι όμως συνηθισμένη, αφού και η λέξη κόρνα ακόμη προέρχεται από το κόρνο, δηλαδή το πνευστό μουσικό όργανο κέρας. Η ευτέλεια της κατσαμπούνας φαίνεται και στην κυπριακή παροιμία: Έχουν τον πορτίν τζι’ αλώνιν κατσαμπούνα τζαι βελόνι. Δηλαδή έχουν για το πρόσωπο τόση εκτίμηση, όση αξία έχουν τα ευτελή αντικείμενα κατσαμπούνα και βελόνι (δες εδώ).

Πάσα (Δ.Π.): Ο Άλλος.

1. Τζίνον το σίοου με τον Μίλτον Μακρίδην, η “Ταυτότητα”, όπου ο παίχτης προσπαθεί να μαντέψει τί δουλειάν κάμνουν μια συναπαρτσιά ανθρώποι μόνο που την φάτσαν ή την εμφάνισην τους εν η απτή απόδειξη ότι ο Ελληνισμός δεν έσιει μέλλον, πως η μετριότητα επικράτησεν θριαμβευτικά εις βάρος του ταλέντου τζιαι του χαρακτήρα, τζιαι πραγματικά θρηνώ για την κατάντιαν της Μητέρας Ελλάδας (ναί ρε! είπα το τζιαι δεν αντρέπουμαι!)
Αρχικά το σίοου εξεκίνησεν με επαγγέλματα πολλά ενδιαφέροντα τζιαι το παρακολουθούσα ανελλειπώς γιατί έκαμνεν τον παίχτην τζιαι τον τηλεθεατήν να κονίσει τον νουν του τζιαι να ξεχωρίσει τον επαγγελματίαν μποτιμπιλντερά που τον φρουρόν ασφαλείας/μπάουνσερ. Ο επαγγελματίας μποντιμπιλτεράς εν τζίνος που εν αποτριχωμένος που την κκελλέν ως τα δακτύλια των ποδκιών του φυσικά. Έπρεπεν να προσέχεις την εμφάνισην τζιαι την φυσικήν κατάστασην του άλλου για να καταλάβεις αν εν αθλητής ή καλλιτέχνης. Τέλος πάντων έθελεν φαιάν ουσίαν έστω τζιαι στον ελάχιστον βαθμόν. Μετά αρκέψαν οι μαλακίες.
Ακούστε επαγγέλματα τζιαι ιδιότητες που δηλώνουν οι εξ Ελλάδος αδελφοί μας ως ταλέντα που να δικαιολογούν την παρουσίαν τους στην τηλεόραση.
-Παίζει μουσική με φύλλο (βάλλει έναν φύλλον μες τα σιείλη του τζιαι φυσά του όπως την κατσαμπούνα).
-Κάνει Σεξ κάθε μέρα (μπράβο μάνα μου, βάλτο πας το βιογραφικό σου) -Σπάζει ξύλα (μάσσιαλλα σου. Κρατά σε καμάριν η μάνα σου;)
-Είναι γκέϊ (είπαμεν είσαι proud…)
-Στέκεται με τα χέρια του (στέκομαι με τα χέρια κοπελιά, πάμε για ένα ποτό;) -Ξέρει καράτε (μάααααλιστα…)
-Έχει κάνει πλαστική επέμβαση στη μύτη του. (μαλάκα, αν ήμουν γεναίκα θα εγίνουνταν μουσκίδι τα βρατζιά μου που την καύλα για την μούττη σου…)
-Σχεδιάζει ρούχα για τσιγκάνους (αλώπος εν ξέρουν να φορούν τα παντελόνια όπως οι υπόλοιποι) -
Ότι δηλώσεις είσαι! Ζούμεν σε μιαν τόσο τυποποιημένην κοινωνίαν που οτιδήποτε μας κάμνει να ξεχωρίζουμεν θεωρείται προσόν. Μπράβο που τρουλλογαμιέσαι κυρία μου. Μόνον εσύ έσιεις σταθερή σεξουαλική ζωή; Τί θέλεις να μας πεις δηλαδή;
ΕΛΕΟΣ! ΕΛΛΑΔΑ ΜΕΝ ΜΕ ΚΑΜΝΕΙΣ ΝΑ ΝΤΡΕΠΟΥΜΑΙ!

2. Κοριτσια καλημερα.. εκατσα να γραψω αλλα αρχισε η κατσαμπουνα παω και επιστρεφω.

3. Πολλοί είναι αυτοί που έχουν σπάσει τα νεύρα τους με την αφρικανική κατσαμπούνα και δεν θέλουν να το ζήσουν και αυτό.

4. «Πνευστά» - κι αυτά είναι μουσικά όργανα όμως τούτα παράγουν ήχο φυσώντας μέσα σ’ αυτά. Λόγου χάριν, το κλαρίνο, η φλογέρα, η γκάιντα, το σαξόφωνο, αλλά και η σάλπιγγα [στα κυπριακά κατσαμπούνα] ... Οι κατσαμπούνες χρησιμοποιούνται και στες φιλαρμονικές που λαμβάνουν μέρος σε παρελάσεις και προκαλούν κι αυτές μπόλικο θόρυβο – κουφαίνουν τον κόσμο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δύο μεγάλες κατηγορίες:

  1. Ο άγριος ήχος που παράγεται όταν ένας ντράμερ κοπανάει τα ντραμς (drums).

  2. Μία παραλλαγή της λέξης αντρομίδα, την οποία επίσης βρίσκουμε στις παραλλαγές αντραμίδα, αντρουμίδα, ανεντρομίδα, ντρομίδα, αντρομίδι, αντραμίδι (δες). Στο βιβλίο του Νίκου Σαραντάκου Λέξεις που Χάνονται (Αθήνα: Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, 2011, σ. 32) η αντρομίδα ορίζεται ως «το χοντρό μάλλινο κλινοσκέπασμα, η βελέντζα, το κιλίμι, η κουβέρτα του αργαλειού» και ετυμολογείται από το ελληνιστικό ἐνδρομίς που ήταν «ένα είδος μπουρνουζιού, ένα χοντρό ύφασμα με το οποίο τυλίγονταν οι δρομείς μετά τον αγώνα για να μην κρυολογήσουν». (Για την αντρομίδα βλ. και εδώ). Η λέξη είναι κυρίως μωραίτικη, αλλά και γενικότερα χωριάτικη κατά τον Σαραντάκο, ενώ ο πασαδόρος του λήμματος Τσιμπατόνε αναφέρει ως τόπο για το ντραμίδι την Ζάκυνθο.

Πάσα (Δ.Π.): tsimpatone.

1.α. πολυ καλο το τελευταιο ...παλια ακουγα τετοια αλλα πολυ χειροτερα,,,αλλα λογικο δεν ειναι να τρομαξεισ αν αρχισει μια κιθαρα και ενα ντραμιδι τα παιζουν σα τρελα...

β. Το καλυτερο ειναι να ακους κατι με τρελο ντραμιδι να κρατας και ρυθμο,να τα σπαει για να χτυπιεσαι ενω γαμας και να ειναι καφριλα. (Μουσική για σεξ).

2.α. Οι Ηπειρώτες «σμίγαν κάτω από τις αδρές μάλλινες αντρομίδες κι ένα μονάχα είχαν στο νου τους: να κάνουν παιδιά» (Από τους Αδερφοφάδες του Νίκου Καζαντζάκη, βλ. το βιβλίο «Λέξεις που Χάνονται» του Ν. Σαραντάκου).

β. Σύμφωνα με την παράδοση, η μητέρα του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη τον γέννησε κάτω από ένα δέντρο, πάνω σε μιαν αντρομίδα. (Ο.π., σ. 32)

Got a better definition? Add it!

Published

Οι Γιουρούκοι (Yörük στα τούρκικα, юруци στα Βουλγάρικα, Јуруци στα σκοπιανά), ήταν νομαδική φυλή που μερικοί την θεωρούν ελληνική (εξισλαμισμένοι ειδωλολάτρες), άλλοι φρυγική, άλλοι τουρκική (ειδικότερα, τουρκομανική) του κλάδου των Ογκούζων, ενώ άλλοι τους θεωρούν κράμα Ρωμιών και Τουρκμενίων και κάποιοι άλλοι Καυκάσιους.

Άτακτοι πεζικάριοι, συνόδευαν υποβοηθώντας τις εκάστοτε εκστρατείες του οθωμανικού στρατού, διαπράττοντας διαβόητες αγριότητες με κέρδος το πλιάτσικο.

Αν και πολλοί επέστρεψαν με την ανταλλαγή πληθυσμών στη Μικρά Ασία μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους, σήμερα, απόγονοί τους υπάρχουν και σε πολλά μέρη των Βαλκανίων. Εξού και τα συχνά επώνυμα Γιουρούκης, -ας πολλών συμπολιτών μας. Κάποιοι συσχετίζουν τους εκχριστιανισμένους απ' αυτούς, με τους Σαρακατσάνους.

Στα τούρκικα yörük / yürük σημαίνει νομάς, γρήγορος, ταχύς, γοργοπόδαρος και κάποιοι το ετυμολογούν απ’ το παλαιοτουρκικό yori: περπατώ, βαδίζω σε πορεία που συναντάται στις τουρκικές γλώσσες με φωνηεντικές παραλλαγές.

Παρεμπιπτόντως, το τόσο κοντινό τούρκικο yürüyüş: προχωρώ, περπατώ, βαδίζω σε δύσκολη πορεία, μας έδωσε το πασίγνωστο γιούργια: έφοδος, επίθεση που μας προίκισε με το γνωστό μα πάντα επίκαιρο γιούρια στον ταβά με τα κουλούρια! που αναφέρει o Jonas, αλλά κι ο acg εδώ.

Στα ελληνικά εμφανίζονται, συχνότερα στο ουδέτερο, τα υποτιμητικά:

  • γιουρούκος / γιουρούκης, γιουρούκα, γιουρούκι: άξεστος, αγροίκος, βάρβαρος, απολίτιστος, βρομερός, άγαρμπος, ατσούμπαλος, μονοκόμματος, χοντροφτιαγμένος, αλήτης, ρεμάλι, γύφτος,
  • γιουρούκια: (επιπλέον) ρεμπέτ-ασκέρι, χύμα, φασαρτζήδες, πλιατσικολόγοι, λεηλατητές, τομαριστές και
  • γιουρούκικο / γιουρούτικο: ειδικό, στακάτο ζεϊμπέκικο, που σαν επίθετο το χρησιμοποιούσαν, κατά τον Πετρόπουλο, στα μπουζουξίδικα σινάφια. Οι μάγκες δε, το χόρευαν σχεδόν ακίνητοι.
  1. Πόσες θες να δουλεύει κάποιος εργαζόμενος; 40 ώρες την εβδομάδα είναι με το πενθήμερο, άντε να δουλέψει κανείς σύμφωνα με τη «διορία» 50. Άντε και άλλες 20 αν δεν πάρει αναπαύσεις ή Σ-Κ, σύνολο 70. Από 'κει και πάνω μιλάμε για γιουρούκι, δεν έχει τίποτα: σπίτι να τον περιμένει, παιδιά, σκυλιά, γατιά, κάθεται στο γραφείο γιατί δεν αντέχει τον/την σύζυγο,….

  2. Ούτε αναρχικός είμαι ούτε διανοούμενος, ούτε ορθογραφία ξέρω, ούτε θέλω να μάθω! Ένα ξέρω Α…: Κάτι απόψεις σαν τις δικές σου δείχνουν ένα πρόσωπο για την χώρα μας στο εξωτερικό τουλάχιστον τριτοκοσμικό. Αλλά γιουρούκια υπήρξαμε τόσους αιώνες, έτσι και θα παραμείνουμε! Τελικά μας αξίζει!!! Χάιλ!

  3. Κλασσικό πρόβλημα με το rds. Έχεις ενεργοποιήσει το AF δηλαδή alternative frequency και ψάχνει να βρει καλύτερη συχνότητα χωρίς παράσιτα. Αλλά τα γιουρούκια, τα λαμόγια, οι ψυχοτεχνικοί που τα περνάνε δεν ξέρουν τη τύφλα τους και ο κόσμος δε ξέρει τι να κάνει. Άσε που κάτι σταθμοί σαν τον ράδιο 1 εδώ στη Θεσσαλονίκη έχουν ενεργοποιημένο το RDS στο ΤΑ (Traffic Announcement) και σε μεταφέρουν στη συχνότητα τους δήθεν για να ακούσεις επείγουσα ανακοίνωση για την κίνηση και ανταυτού ακούς Ζαφείρη Μελλά

(όλα απ' το δίχτυ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτοσχέδια τετράστιχα, παρόμοια με μαντινάδες, που τραγουδιούνται σε γάμους και βαφτίσεις στη Νάξο, το περιεχόμενο των οποίων έχει να κάνει με την περίσταση.

- Μα τί έπαθε ο Βαζαίος τελικά;
- Να, εκεί που τραγουδούσε τα κοτσάκια σε ένα γάμο, λιποθύμησε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  • [i]Ψωλή μου που 'σουν όμορφη κι' ήφτανες στο φεγγάρι και 'δα θωρώ τ'αρχίδια σου κ' ήκαμες μαξιλάρι.[/i]
  • [i]Ψωλή μου που 'σουν όμορφη και 'ποκαμάρωνα σε και 'δα στην τρύπα του μουνιού θωρώ σε και κοιμάσαι.[/i]
  • [i]Ψωλή μου που 'κανες τσαντίρι το σεντόνι και 'δα που σε χρειάζομαι σε πήραν οι δαιμόνοι.

[/i] Κρητικές χαρακτηριστικότατες μαντινάδες που αφιερώνονται σε όσους έχουν παροπλίσει το πέος τους και δεν μπορούν να εκτελέσουν τα σεξουαλικά τους καθήκοντα.

Δεν χρειάζεται, οι μαντινάδες μιλάνε από μόνες τους.

(από kounelos66, 12/02/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φλογέρα, σε ντοπιολαλιές της Πελοποννήσου και της Βόρειας Ελλάδας.

Το άκουσα σε χωριό της Μάνης, και πληροφορούμαι ότι χρησιμοποιείται ευρύτατα στην Λακωνία. Το επώνυμο Τσαφαράς (παίκτης ή κατασκευαστής φλογέρας) είναι επίσης διαδεδομένο σε χωριά της ορεινής Αρκαδίας (Δημητσάνα, Λαγκάδια, κ.α.), όπου ωστόσο η έννοια τσαφάρι έχει λησμονηθεί.

Πιθανότατα να συγγενεύει με το αραβικό τσαφάρ (صفـير), «κελάιδισμα», και το βουλγάρικο τσαφάρα (цафара), «σφύριγμα». Βλ. εδώ.

- Η παιδική του περιέργεια τον έφερε σε πρώτη επαφή με τον ήχο, και στο σχολικό μάθημα της χειροτεχνίας κατασκεύασε το πρώτο του «τσαφάρι» (φλογέρα) από απομεινάρια καλαμιών.
(από εδώ)

-Έκτος από την πανελληνία ονομασία, φλογέρα, ο λαός χρησιμοποίει και άλλες ονομασίες: Φλοέρα, φλουγιέρα, φλουέρα, φιόρα, (Έλληνες περιοχής Καβακλί, Β. Θράκη) φλιώρος (Νικήσιανη Παγγαίου Καβάλας), φράουρο (Πήλιο), μακροφλογέρα (Κασσάνδρα Χαλκιδικής), καλάμι, τζουρλάς, τσουρλάς, ζουρλάς, σουρλάς (Πελοπόννησος), τζαμάρα, τζουράς, τζουράι, τζιράδι (Ήπειρος), βαρβάγκα (Καρδίτσα, Τρίκαλα), καβάλι, καβάλα (Μακεδονία, Θράκη), γαβαλ (Έλληνες του Πόντου), παγιαύλι (Λέσβος, Χίος), τσαφάρι, τσαφλιάρ(ι) (Β. Ελλάδα, Πελοπόννησος), νάι νέι (παλιά ονομασία που δεν χρησιμοποιείται), νταρβίρα, ντιλιβίρα (Ρούμελη, Πελοπόννησος, Εύβοία), βιρβίρα, σβίρκα, και πίστουλκα (Σέρρες), ντουντούκα, τουτούκιν (Κομοτηνή), σουπέλκα (περιοχή Αρδέας, νομός Πέλλης), βιολί (Δώριον Τρυφιλίας, νομός Μεσσηνίας), λαγούτο (Αμοργός).
(από εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Γιάννενα & Βόρεια Ελλάδα): Λαιμός, καρύδι, οισοφάγος.

Στην Πάτρα καρύτζαφλος, στην Κρήτη τζάρουχας (βλ. έγινε ο στόμας μου τσαρούχι <πιθανότατα εκ του τουρκ. caric = πληγή).

Στην κλασσική αργκό: τραγουδιστής.

Αρε, να συ πιάσου απ' τουν γκαρλιάγκο, να στουν στρίψου.

Βλ. και καρίτζαφλας, γκότζο και σχόλια στο θα σου πιω το αίμα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνεχίζοντας το μνημειώδες μεαυτόν έργο, ήτοι την Κρητικήν διάλεκτο, θα ήθελον αναφέρω τη λέξη κονσολιέρης ως την απόδοσιν του αναβάτη δίσκων ή καλλίτερα: disc jockey. Ο κονσολιέρης, ήτοι ο χειριστής κονσόλας, διακρίνεται από:

  • Εξαιρετικά τριχωτό και ακάλυπτο στέρνο,
  • Χρυσή καδένα συν σταυρουδάκι σύν Άγιο-Κωνσταντινάτο συν διπλό πέλεκυ συν...
  • Υποκάμισον μεγαλύτερου μεγέθους, με φουσκωμένες τσέπες λόγω πακέτων με σιγαρέτα, χρώματος μελανού και ενίοτε φέρον επάργυρες λεπτομέρειες εις την πλάτην,
  • Μύσταξ παχύ και ακάθαρτο από κτίσεως κόσμου, χρησιμεύον και ως τόπο κατοικίας ζωυφίων.

    Αι δε αλλαγαί εις το μουσικόν πρόγραμμα... θανατηφόραι! Άντζελα Δημητρίου ύστερα από Ψαραντώνη!

Μανωλιός: - Μρε συ Καυλαγόρα, εκιονέ μρε το γκαινούριο το κονσολιέρη, πολύ χάζι τονε κάμω! Γαμεί! (Ω Καυλαγόρα! Ο νέος dj μου είναι ιδιαίτερως συμπαθής! Εύγε του!)

Καυλαγόρας: - Πράγματι, όταν το μυστάκιό του δεν μπλέκεται εις την σιντιέραν, οι αλλαγές είναι εξαιρετικές! Με κενά βέβαια μεταξύ των τραγουδιών ίνα βρει το επόμενο CD βρίζοντας, αλλά εξαιρετικές!«

Μανωλιός: -Ετσέ! Μρε μπάρμαν, κέρνα μρε το κονσολιέρη ένα από κιονέ το Διακόσιες Πίπες!

Κονσολιέρης ολίγον προχωρημένης ηλικίας... (από Γιώργος Ζάκκης, 16/06/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυστριακοποντιακός όρος που περιγράφει τον ρυθμικό ασυγχρονισμό μεταξύ των μελών ενός μουσικού συνόλου.

Άμαζι, φάλτσο και κακόηχο... Ντα κάπο κύριοι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified