Το ανδρικό μόριο, το πέος, η πούτσα. Εκ του νεροπίστολο.
Αχ Βάσω, αν αυτός πιτσιλάει με το κρεατοπίστολο όπως μας πιτσιλάει και με το νεροπίστολο θα περάσουμε πολύ καλά!
Το ανδρικό μόριο, το πέος, η πούτσα. Εκ του νεροπίστολο.
Αχ Βάσω, αν αυτός πιτσιλάει με το κρεατοπίστολο όπως μας πιτσιλάει και με το νεροπίστολο θα περάσουμε πολύ καλά!
Got a better definition? Add it!
Το σχήμα του σπέρματος πάνω στην πλάτη του θηλυκού μέρους στο πισωκολλητό ή παρά φύσιν έρωτα το οποίο λόγω της ερωτικής έξαψης και της άρνησης της κοπέλας να τελειώσει ο αρσενικός μέσα της τον παρακαλεί να τελειώσει με αυτό τον τρόπο. Πρόκειται για ευθεία (ή ευθείες, αναλόγως της έντασης) μικρού μήκους (5-15 εκατοστά) που αποτίθενται από το κάτω μέρος του γλουτού ή του ιερού οστού και φτάνουν μέχρι τον άνω γλουτό ή μέχρι και τους μεσαίους σπονδύλους. Συνήθως είναι ζεστές, λόγω της θερμαντικής - συντηρητικής λειτουργίας του οσχέου.
Εναλλακτικά: Ή λωρίδα, λουριδιά και λουρίδι (σπν).
- Καλά, φίλε, τέτοιο σεξ δεν έχω ξανακάνει στη ζωή μου. Αφού ξεκινήσαμε έτσι, φαινόταν ότι δεν θα τελείωνε με αγκαλίτσες το σκηνικό. Και όντως, την κέρασα καυτές λουρίδες στην πλάτη της...
- Μην κωλώνεις ρε μαλάκα, κέρασε την καυτές λωρίδες. Αυτές τις πρέπουν!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Επιθετικός προσδιορισμός, που δύναται να περιγράψει αποκλειστικά εκπροσώπους του θεωρούμενου ως «ισχυρού» φύλου.
Οι έχοντες πέος λοιπόν, το χρησιμοποιούν να «γεμίζουν» τυχόν αδειανά - και πιθανώς άπατα - μέρη του ανθρώπινου σώματος του συντρόφου τους.
Χρησιμοποιείται αποκλειστικά σε περιπτώσεις μόνιμων σχέσεων.
- Είδα τον Κώστα και τη Τζίνα (εναλλακτικά: τον Κώστα και το Γιάννη) εχθές να περπατάνε χεράκι-χεράκι.
- Ναι ρε, αφού είναι ο γεμιστήρας της (εναλλακτικά: αφού είναι ο γεμιστήρας του) εδώ και πέντε μήνες.
Got a better definition? Add it!
Λολαδερή εκδοχή της τάπας / πρωκτοτάπας.
Το σεξουαλικό αυτό βοήθημα είναι συνήθως βραχύτερο από το συμβατικό δονητάρι και φέρει προεξοχή ασφαλείας προκειμένου να σφηνώνει κοπροστεγώς στις σούφρες μερακλή(ού)δων. Για οδηγίες αποτελεσματικής και ασφαλούς χρήσεως, βλ. εδώ.
Γνωστό στην εσπερία ως butt plug.
- Πάντως εμείς το butt plug στο χωριό μου το λέμε πορδοβούλωμα
(εδώ)
Got a better definition? Add it!