- Ο Λαρισαίος. 
- Ο βρωμοπόδαρος, αυτός που οι πατούσες του μυρίζουνε τυρίλας (σε γενική πτώση). Βλ. και τυρέμπορας. 
Ο όρος προέρχεται από το όνομα του μεσαιωνικού συγγραφέα Τυρόλδου, πιθανώς μυθικού. Βλ. εδώ.
- - Από πού είναι ο Βάιος, ρε; 
 - Δεν το 'πιασες από το όνομα; Τυρόλδος είναι ρε, τυρόλδος.
- - Τι βρομάει σα λέσι εδώ μέσα, μάγκες; 
 - Αυτός ο τυρόλδος ο Γρηγόρης έβγαλε πάλι τα παπούτσια του.