Further tags

Συνεισφέρω τον οβολό μου μοιρολατρικά στον ναό της αρεσκείας μου και λαμβάνω την άγουσα.

Τη παρόδω του χρόνου μπορεί να ανακυρηχθώ και μέγας χορηγός της ναοδομίας (κοινώς, «εγώ τα 'χω κτίσει).

Όπως κάθε καλός χριστιανός εναποθέτει τις ελπίδες του σε ανώτερες δυνάμεις, επικυρώνοντας το αίτημα του δια της επί χρήμασι αφής κηρίου, έτσι και ο καλός τζογαδόρος δεν θεωρεί τον αποχωρισμό από τα χρήματα του παρά μια νομοτελειάκη πράξη στα πλαίσια της λατρείας του.

- Πάμε και στο τραπέζι του μπλακ-τζακ να δούμε τι παίζει;
- Αδελφέ εγώ το κεράκι μου το άναψα, θα την κάνω.
- Έλα ρε ξενέρα, 10 λεπτά θα κάτσουμε και θα φύγουμε...
- Το άλλο, με τον Τοτό, το ξέρεις;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η χορευτική φιγούρα που θυμίζει τον τρόπο που χόρευαν οι αρκούδες των γύφτων στα πανηγύρια. Ένα βαρύ χοροπηδητό, χωρίς ίχνος ρυθμού και χάρης. Συνήθως αυτό που χορεύεται δεν έχει σχέση με αυτό που ακούγεται.

Συναντάται κυρίως στις πίστες των μπουζουκλερί, μετά τις 3 τα χαράματα και αφού οι θαμώνες έχουν καταναλώσει ικανοποιητικές ποσότητες Θήβας Ρήγκαλ για να χάσουν κάθε ίχνος αξιοπρέπειας και να μη νιώθουν στάλα ντροπή.

(Ο άβγαλτος μπουζουξής στον πληκτρά):

- Ρε συ, εμείς βαράμε βαριά ζεμπεκιά κι αυτοί χορεύουν τσιφτετέλι;
- Εμ βέβαια, 3 η ώρα αρχίζουνε οι αρκουδιές.
- Πού κατάντησα ο καλλιτέχνης...

(από slangprof, 01/12/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τύπος που καθαρίζει τα χύσια με σφουγγαρίστρα ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο σε μπουρδέλα.

- Ρε χυσομάπα, μάζεψε τα χύσια από το πάτωμα, είπε ο νταβατζής.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified