Αναζητώ διέξοδο ντεκομπλεξέ, έχω κομπλεξίματα, γιατί.

Κατά το ντεκαφεϊνέ, ντεκαβλέ

  1. Τόσα χρόνια δεν είχαμε δει το πολύ ενδιαφέρον φαινόμενο της Δεξιάς στους δρόμους. Τώρα με την "Πρώτη φορά αριστερά" κυβέρνηση, ήρθε μάλλον η ώρα να ζήσουμε την αντιπολιτευτική τάχα μου ντεκομπλεξέ δεξιά, που τη μία μέρα ανεβάζει σέλφις από την "Πρώτη φορά συγκέντρωση στο Σύνταγμα" και την επόμενη σέλφι με φαγητάρες, ποτάρες και μνημόσυνα caprice, με τις απαραίτητες λεζάντες τρόμου για "δελτία τροφίμων". ΑΥΘΟΡΜΗΤΑ-ΑΚΟΜΜΑΤΙΣΤΑ-ΕΥΡΩΠΑΙΚΑ (εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Πολύ κοντό ή/και σκισμένο σορτς, συνήθως γυναικείο, που αφήνει να φαίνονται τα κωλομέρια
  2. (κατ’ επέκταση) Το τμήμα του σώματος που φαίνεται από το άνοιγμα αυτό

Περιφραστικά: ντεκολτέ του κώλου

- Ωραίο το σορτσάκι της Μαρίας σήμερα ε; Σχίσιμο πίσω, σχίσιμο μπροστά, ντεκωλέεε... μπράααβο το Μαράκι.
Ντεκωλέ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified