Τρομοκρατούμαι, αιφνιδιάζομαι στην ποικιλία της Λευκάδας και της Κεφαλονιάς, ιταλικής προέλευσης.
Εφκείνη σπαβεντάρισε και αρκίνησε να κλαουνίζει, και να λέει ότι δε το ’καμε ξαπόστα. (Εδώ).
Τρομοκρατούμαι, αιφνιδιάζομαι στην ποικιλία της Λευκάδας και της Κεφαλονιάς, ιταλικής προέλευσης.
Εφκείνη σπαβεντάρισε και αρκίνησε να κλαουνίζει, και να λέει ότι δε το ’καμε ξαπόστα. (Εδώ).
Got a better definition? Add it!
Κατά το Πονηρόσκυλο, αυτό που κάνουν οι μοτοσυκλέτες στην μία ρόδα, και τα σκυλιά στα δύο πόδια (κάτι παραπάνω θα ξέρει). Επίσης: Το να στέκεται κάποιος ακίνητος μπροστά σε κάποιον (συνήθως ιεραρχικά ανώτερο) και να δείχνει απόλυτη πειθαρχία και φόβο.
Ετυμολογία: σούζα < ιταλικό suso < λατινικό επίρρημα su(r)sum = κίνηση από κάτω προς τα πάνω < subversum (σουπίνο) < subvertere = αναστρέφω, ανατρέπω < sub (= υπό) + vertere στρέφω, τέρπω.
Να μην συγχέεται με το τσούζει Σούζη;. Ή μήπως να συγχέεται;
Η πεθερά τους έχει όλους σούζα στο σπίτι! Δεν τολμά κανείς να της φέρει αντίρρηση!
Got a better definition? Add it!