Τσιμπουκαμπίλιτι (tsiboukability): η τέχνη (ικανότητα) του τσιμπουκώνειν. Από το τσιμπούκι και ability.
- Ωραία χειλάκια έχει η Βανέσσα... - Φιλαράκι ... άσε ... μιλάμε για τοπ tsiboukability!
- Γαμώτο, για άλλη μια φορά τον ήπιε η ομάδα μας...
- Άσ' τα ... στο tsiboukability πρώτοι είμαστε !