Further tags

Κουλάρω, χαλαρώνω, ηρεμώ. Όσο πιο cool τύπος, τόσο περισσότερο δικαίωμα να το λες...

-Τσιλ φιλαράκο. Δεν τρέχει μία σου λέω....

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από τον γνωστό ηθοποιό Alain Delon. Σημαίνει άλλ' αντ' άλλων.

- Μ' αυτό το παιδί δε μπορώ να συνεννοηθώ. Μαζί μιλάμε και χώρια καταλαβαινόμαστε.
- Ε, αφού του λες κάτι και σου απαντάει αλέν ντελόν.

Να μην ακούω τίποτα! (από MXΣ, 29/03/10)Ali - Dylan... (από MXΣ, 08/08/11)

Δες και αλλαντάλλα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάνω μόκο: κάνω τουμπέκα, το βουλώνω. Σκάω.

- Μπάμπη μου, να μιλήσω κι εγώ;
- Σούλα, μιλάνε οι άντρες τώρα. Μόκο εσύ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάνω τουμπεκί ή τουμπεκί ψιλοκομμένο ή τουμπέκα = κάνω μόκο, το βουλώνω, σκάω.

(Μάλλον τουρκικής προέλευσης).

- Μπάμπη μου, να πάρουμε και τζατζίκι;
- Σούλα, κάνε τουμπέκα. Θα παραγγείλω εγώ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βγαίνει μάλλον από το (μ)περ(γ)κέτι και σημαίνει μια χαρά, τζετ, τσόντα, καύλα, καλή φάση, τέφα(ρίκι) κτλ.

- Ναι, πήγαμε τελικά και περάσαμε μπέργκετ. Έπρεπε να 'ρθεις!

Βλ. και σχετικά λήμματα μπεργκέτης, μπερ(ε)κέτι

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βούλωσ' το, μη μιλάς, κάνε τουμπεκιστάν.

- Ρε σου λέω έχει δίκιο! - Κάνε μόκο και άσε τις παπαριές.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δηλώνει κατάσταση, ενίοτε και άτομο που, ενώ δεν σε ξέρει, θα πιει τον καφέ σου, θα κάνει απ' τα τσιγάρα σου, θα σου σηκώσει το τηλέφωνο κλπ κλπ. Η κατάσταση δηλώνει τζαμπέ και χαλαρά μαζί.

- Πωωω, παίζει ενα πάρτυ σήμερα, χλίδα λέμε.
- Στο πολύ ζεβουαζιόν μας κόβω πάλι δηλαδή.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το γαλλικό complet. Σημαίνει ολοκληρωμένος. Χρησιμοποιείται για καταστάσεις ή πράγματα που δεν παίρνουν άλλο, που είναι πλέον τίγκα.

Πιάσε και μια σαλάτα και είμαστε κομπλέ.

βλ. και κομπλέντερ, κομπλεδόν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο του κομπλέ.

Ναι ρε σου λέω, το 'φτιαξα, το 'κανα κομπλίκι. Καλύτερο από πριν!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το κομπλέ + μπλέντερ. Συνώνυμο του κομπλέ.

Όταν βράσει, το σβήνεις με κρασί, ρίχνεις και το αλατοπίπερο και είναι κομπλέντερ...

βλ. και κομπλεδόν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified