Ύπουλο κόλπο που χρησιμοποιείται σε αθλοπαιδιές ή πάσης φύσεως συρράξεις με σκοπό την απώλεια ισορροπίας και συνακόλουθη πτώση του αντιπάλου (=να φάει τα μούτρα του ο καργιόλης).

Όπως βλέπουμε στο βιντεάκι του πρώτου παραδείγματος, το σκαμνάκι εκτελείται:

1) συνεργατικά, με τον ένα εμπλεκόμενο να αντιμετωπίζει κατά πρόσωπο τον στόχο και να τον σπρώχνει προς τα πίσω, ενώ ο συνεργάτης του χώνεται ανακούρκουδα πίσω από τον στόχο. Ο τελευταίος υποχωρεί από τη δύναμη του σπρωξίματος, χάνει την ισορροπία του καθώς τα γόνατά του βρίσκουν στο σώμα του συνεργάτη και πάρτο κάτω ανάσκελα το χαϊβάνι.

2) Κατά μόνας, που είναι και πιό δύσκολο κατά τα φαινόμενα. Ο γράφων δεν έχει προσωπική εμπειρία, αλλά απ' όσο καταλαβαίνει πρέπει να εκτελείται σε φάση καταδίωξης, με τον καταδιωκόμενο να έχει στο σβέρκο του την καυτή (και πιθανώς βρομερή) ανάσα του διώκτη. Απαιτείται απόλυτη ψυχραιμία και τέλειο τάιμινγκ για να πετύχει (χωρίς να φάει καμιά φονική κλωτσιά ή γονατιά στο κρανίο) το ξαφνικό κουβάριασμα του σώματός του μπροστά από τον διώκτη που, με τη φόρα που έχει, σκοντάφτει πάνω στο υποψήφιο θήραμα, απογειώνεται και ολοκληρώνει την προσπάθεια με μια μεγαλοπρεπή χύμα με τα μούτρα στον δρόμο.

Αν και ο γράφων έχει σχετικές αναμνήσεις από τα παιδικάτα του (=τα άλλα τα κωλοπαίδια το κάνανε), δε βρίσκει παρά λίγες γκουγκλιές. Θυμάται όμως πολύ καλά πατρική διήγηση περί ενός οικοδόμου που στις διαδηλώσεις για το Κυπριακό το 1955 έκανε ένα επιτυχημένο σκαμνάκι τύπου 2 σε χωροφύλακα που τον καταδίωκε, με άκρως εντυπωσιακά αποτελέσματα (=επιστρέψτε στην παρένθεση της πρώτης παραγράφου και προσθέστε αμμοχάλικο στο οδόστρωμα, άφθονο αίμα, εκτεταμένες εκδορές, μώλωπες, οιμωγές και γογγυσμούς. Διακοσμήστε κατά βούληση με χριστοκάντηλα και γαμοσταυρίδια).

Α, όλα κι όλα, δολοφονίες ανέχομαι, βιασμούς ανέχομαι αλλά σκαμνάκι, φίλε, δεν ανέχομαι.

Συνεργατικό σκαμνάκι εδώ (από το 8:40)

ΟΤΑΝ ΕΝΑΣ ΠΑΙΚΤΗΣ ΜΕ ΠΡΟΘΕΣΗ [...] ΒΑΖΕΙ ΤΡΙΚΛΟΠΟΔΙΑ Ή ΠΡΟΣΠΑΘΕΙ ΝΑ ΒΑΛΕΙ ΤΡΙΚΛΟΠΟΔΙΑ Ή ΚΑΝΕΙ ΣΚΑΜΝΑΚΙ ΜΠΡΟΣ Ή ΠΙΣΩ ΑΠΟ ΑΝΤΙΠΑΛΟ [...] ΘΑ ΤΙΜΩΡΕΙΤΑΙ ΜΕ ΑΜΕΣΟ ΛΑΚΤΙΣΜΑ ΚΑΙ ΕΑΝ ΓΙΝΕΤΑΙ ΕΝΤΟΣ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΘΑ ΔΙΝΕΤΑΙ ΑΜΕΣΟ ΕΠΑΝΟΡΘΩΤΙΚΟ ΛΑΚΤΙΣΜΑ (ΠΕΝΑΛΤΙ).

εδώ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το χώρο του ποδοσφαίρου, σημαίνει το να ντριμπλάρω κάποιον, να τον κάνω χαζό. Ο όρος καθιερώθηκε από τον Νίκο Αλέφαντο. Πράγματι, δεν είναι σπάνιες οι φορές που έχουμε ακούσει τον εν λόγω προπονητή να περιγράφει εξαιρετικά ντριμπλαρίσματα με τις φράσεις «τον ζωγράφισε», ή «τους ζωγράφισε όλους», ή «τον εζωγράφισε» κλπ.

Παρ όλ' αυτά ο όρος χρησιμοποιείται και για το κατσάδιασμα, η το μπινελίκωμα. Λέμε, π.χ. «άσε τον φώναξε ο γενικός και τον ζωγράφισε». Ουσιαστικά, όμως, πρόκειται για την ίδια λειτουργία, καθώς και στις δυο περιπτώσεις έχουμε επιβολή της υπεροχής με μη προσχηματικό, αλλά μάλλον με κραυγαλέο τρόπο.

  1. - Πω, ρε μαλάκα. Είδες πώς τους πέρασε όλους;
    -Τους ζωγράφισε.

  2. - Τι σου είπε η Μαίρη; Τσαντισμένη την άκουσα.
    - Άσε, με ζωγράφισε και είχε και δίκιο. Είχαμε ραντεβού χθες και την έστησα.

Νίκος Αλέφαντος (από panos1962, 12/11/09)Ο Πελέ "ζωγραφίζει" (από panos1962, 12/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Παλιός ευφημισμός για το χέζω (απο τα χρόνια που οι τουαλέτες βρίσκονταν ακόμη εκτός σπιτιού) που επιβιώνει ακόμα χάριν πολιτικής ορθότητας αλλά και συντομίας (έναντι του πάω τουαλέτα/στο μέρος).

  2. Στη φράση την βγαίνω (+ σε/από): κάνω απρόσμενο (και αθέμιτο) ελιγμό συμπεριφοράς. (Παράβαλε και την μπαίνω)

  1. - Τι έχεις ρε γιαγιά, σαν το λεμόνι είσαι όλη μέρα.
    - Τι νά 'χω γιε μου, μ' αυτά τα χάπια που μου δίνει ο γιατρός, τρεις φορές βγήκα σήμερα...
    - Καλά, ας μη χλαπάκιαζες τρείς καυτερές το μεσημέρι και θα σού 'λεγα...

  2. - Τί άκουσα ρε άτομο; Πλάκωσες λέει στις φάπες χθές τον Ρούλη;
    - Ε είναι να μήν τον πλακώσεις, τον τάκη; Να μού'ρχεται γραμμή απ'το σκυλάδικο και με το που βλέπει τα φρικιά στην παρέα να μας τη βγαίνει στο ροκάδικο;
    - Δηλαδή τί είπε ρε;
    - Οτι καταβάθος λέει γουστάρει Δάντη και Ρουβά, επειδή εχουν ωραία σόλα...

Στο σινεμά του Bunuel αντιστρόφως μπαίνουν για να χέσουν και βγαίνουν για να φάνε. (από Khan, 14/09/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified