Εις -ιά μειωτικός χαρακτηρισμός που σημαίνει τον κατώτερο, από διάφορες απόψεις, κοινωνική, οικονομική, πολιτιστική κ.ά., τη μπασκλασαρία, τον/την τελευταία. Στον προφορικό λόγο, δέον να προφερθεί με αριστοκρατίζοντα επιτονισμό καταφρόνησης επιβοηθούμενο από τις κατάλληλες γκριμάτσες αηδίας του προσώπου για την ξευτίλα της κατωτεριάς.

  1. ΚΑΤΩΤΕΡΙΑ Πασοκε Εσυ αμφισβήτησες, ΕΣΥ θα μας πεις πρώτος. (Από βρις-οφ εδώ).
  2. Πω πω! Σαν δε ντρέπομαι, η κατωτεριά, να έχω διαβάσει τα έργα των Διαφωτιστών από μεταφράσεις! Να τσακιζόμουν να μάθαινα Γαλλικά, αντί να αλητεύω στα Λονδίνα! (Με ειρωνική αυτοκριτική διάθεση εδώ).
  3. Ολα αυτά η αγράμματη Ελληνική κατωτεριά τα ερμήνευσε με το κουτσοβλάχικο μυαλό της! (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified