Νερό.
Αυτό.
Γλυκοκοιτάζω, κάνω καμάκι. Παλαιάς κοπής σλανγκιά τση σχολής του Τσιφόρου.
Περισσότερα τσιφορικά εις ῥίχνω: ρίχνω κοκκαλιές (παίζω ζάρια), ρίχνω κολατσό (κάνω το τραπέζι), ρίχνω μπαταρέλα (κοροϊδεύω), ρίχνω προζύμι (δίνω πληροφορίες), ρίχνω χαλίκι (προετοιμάζω).
- Έριξα λουκούμι στην Καυλάουρα μήπως ρίξω έναν κρύο!
- Τελικά σού έριξε άκυρο;
- Όχι, μού έριξε δυο μουνιά <3
- Άτιμη κενωνία, άλλοι γλυκοτσούτσουνοι κι άλλοι χερογλύκανοι...
ῥίχνω λουκούμι = κάνω κόρτε
(Γλωσσάρι Νίκου Τσιφόρου)
Got a better definition? Add it!