Further tags

Τακτικό κάπνισμα μπάφου με σκοπό την επίτευξη νέου ρεκόρ μπάφων που πίνονται σε μία σεζόν.

Πάμε για μπάφκετ;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(ουσ. ουδ.): Ο καφές που σερβίρεται σε σταθμούς ΚΤΕΛ, καράβια κ.λπ.

- Άσε ρε φίλε που θα πιω το ρόφτυμα. Πιάσε μια χάινεκεν μέχρι να 'ρθει το Κτεου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατάσταση που συναντάται συχνά σε φοιτητές που μαζεύονται σε ένα σπίτι και πίνουν μπάφους όλο το βράδυ.

Εκτός από το συνεχές στρίψιμο και κάπνισμα, συχνά απασχολούνται με ασχολίες που δεν απαιτούν σκέψη, όπως η παρακολούθηση τηλεόρασης (συνήθως ηλίθιων εκπομπών και όχι ταινιών), μουσικής και πιο συχνά από όλα λιώσιμο στο playstation.

Αναφέρεται και ως λιώσιμο ή άραγμα.

- Θα έρθεις το βράδυ στον Μιχάλη, ψώνισε σήμερα και έχουμε κανονίσει να μαζευτούμε για μπαφοκατάσταση.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βρισιά που εξαπολύουν μητέρες στα παιδιά τους όταν προτιμούν χάμπουργκερ από τα Goody’s αντί για τα φασολάκια που πιάστηκε η μέση της να καθαρίσει.

-Τσόγλανε! Πιάστηκα να σου μαγειρέψω κι εσύ πήγες κι αγόρασες χάμπουργκερ;;; Ρυπαροφάγε!

Πηγή: Πλαθολόγιο, εκδ. Intro 2007, του Λύο Καλοβυρνά

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το στρώμα ζάχαρης στον πάτο του ποτηριού του καφέ. Παροδόξως, ενώ είναι εμφανές με γυμνό μάτι και μάλιστα από απόσταση, οι υπεύθυνοι παρασκευής του ροφήματος αγνοούν παντελώς την ύπαρξή του. Ιδιαίτερα ενοχλητικό σε κρύους καφέδες όπου χρημοποιείται καλαμάκι, καθότι ο καφές είναι «γαλακτομπούρεκο» στο κάτω μισό του ποτηριού και «του μακαρίτη» (ή «της παρηγοριάς» αν προτιμάτε) στο άνω μισό.

Όπως διάβαζα την εφημερίδα, πάω να πιω μια γουλιά απ'τον καφέ που μού'φεραν και τραβάω όλο το καφεμέζι. Αναγούλα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ορμόνη που εκκρίνεται από την ανεγκεφαλίτιδα ατόμων τα οποία κάνουν κατάχρηση του τηλεχειριστήριου. Προκαλεί ακατάσχετη όρεξη για «σκουπιδοφαγητά» με συνεπακόλουθη αύξηση του σωματικού βάρους.

Σήκω ρε απ'τον καναπέ και σβήσε την tv! Από την τηλεχοντρόλη έχεις γίνει 100 κιλά!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για αναφορά σε κατανάλωση σάντουιτς ή πίτας με γύρο, έχει προέλθει η σύνθετη ουσιαστικά αυτή ονομασία, από μεν το γεγονός ότι πολύ συχνά λέει κάποιος «πάω να χτυπήσω ένα γύρο», που θα μπορούσε να μοιάζει στο «πάω να χτυπήσω μια ένεση ηρωίνης», από την άλλη δε οφείλεται ίσως στο γεγονός ότι ένας γύρος σε πίτα ή ψωμάκι μπορεί να σε κρατήσει σαν φαγητό όλη μέρα, ή τουλάχιστον για αρκετό διάστημα καθώς είναι δυνατό, βαρύ σαν φαγητό και κάποιοι καταναλωτές ίσως την «ακούνε» κιόλας τρώγοντάς τον, αν λάβουμε υπόψην και την μερικές φορές πιθανά ύποπτη ποιότητα ή προέλευση του κρέατος του γύρου.

- Ωχ ρε, πείνασα... πάω μέχρι κάτω να χτυπήσω μια γυροΐνη.

(από Τσακ εις την μέσην, 19/11/10)

Βλέπε και κρασίς.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η συνεχής επιθυμία για μπύρα.

- Κώστα, τι θα πιείς ρε φίλε;

- Μπυρωίνη κλασικά, αφού ξέρεις ότι δεν αντέχω!

Got a better definition? Add it!

Published

Λιώσιμο.

- Μαλάκα γκαγκάνιασα χτες με τα έτσι και τα γιουβέτσι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το πολύ κακής ποιότητας τσιγάρο, του οποίου ο καπνός έχει ένα καφέ-πράσινο χρώμα και συνήθως ένα πακέτο από τέτοια δεν κάνει πάνω από 2 ευρώ (π.χ. Γουίνστον).

- Πόσα σου μείνανε;
- Δύο ευρώ.
- Αμάν,πάλι πουτσιγάρα θα πάρουμε;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified