SLANG.gr
  • Ελληνικά
  • Sign up or log in
  • Lemmas
  • Definitions
  • Comments
  • Tags
  • Members
  • Forum
  • New definition

Tagged definitions (1)
Showing 1-1 from 1

Selected tags

  • αλαλούμ
  • ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ: υποκοριστικά
  • πολιτικά
  • χαρακτηρισμός προσώπου

Further tags

  • βία
  • ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ: Μέρη του λόγου - Ουσιαστικό
  • διαδηλώσεις
  • Many comments none
  • A Z
  • Newer Older
  • Recently commented Earlier

μπαχαλάκης

Θηλ. μπαχαλάκισσα

Αυτός ή αυτή που συμμετέχει σε επεισόδια, που προκαλεί καταστροφές κατά τη διάρκεια μιας πορείας.

Μην τον βλέπεις έτσι αυτόν. Είναι μπαχαλάκης.

NOTE FROM THE MODERATORS TEAM

Λέξεις του ντου: ανθρακωρύχος, αύρα, γηπεδικός, γκαζάκιας, θα περάσει κράνος, καπελάκιας, κνάιτ, ΚΝΑΤ, κνιτόμπατσο(ς), λίστα του ντου, λίτης, Λουκάνικος, ματατζής, μάχιμος, μπατσοθύελλα, μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι, μπατσόπτερο, μπάτσος, μπαχαλάκης / μπαχαλάκιας / μπάχαλος, μπάχαλο, μπλε / χακί, μπούκα, μπουκάλι, μπουκαλάκιας, ντου, σπασιματίας, συλλαλητήριος, φασιστικιά, φλιτάρω, φυσουνιά, χαοτικός.

Got a better definition? Add it!

  • αλαλούμ
  • βία
  • ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ: Μέρη του λόγου - Ουσιαστικό
  • ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ: υποκοριστικά
  • διαδηλώσεις
  • πολιτικά
  • χαρακτηρισμός προσώπου

Published 2008-02-10 22:23:03+00:00
Last modified 2015-05-29 11:43:12+00:00

taloula

taloula

  • 3
  • 0
  • Terms & Conditions
  • Privacy Policy
  • Contact

© SLANG.gr 2006-2015

Sign up or log in

Login

I forgot my password!

New member registration

Choosing "Register" below you agree to the Terms & Conditions and the Privacy Policy.