Επίσης και ανακατεύω τα πετρέλαια / το χυλό / τη φασολάδα / την κουτάλα / το γιαούρτι.

Χρησιμοποιώ αυτοκίνητο με μηχανικό κιβώτιο ταχυτήτων και όχι αυτόματο και, αναγκαζόμενος να αλλάζω συχνά ταχύτητα (σχέση στο κιβώτιο), υποτίθεται μοιάζω σαν να ανακατεύω με το χέρι μου το καύσιμο του αυτοκινήτου ή ένα φαγητό που βράζει, με κουτάλα τον λεβιέ των ταχυτήτων.

Η έκφραση οπωσδήποτε έχει αρνητική φόρτιση, κατά του μηχανικού κιβωτίου και υπέρ του αυτόματου.

  1. Από εδώ:
    Αλλά βλέπω και τους φίλτατους ταξιτζήδες... Μέχρι τώρα μόνο 3, από τους δεκάδες πούχω χρησιμοποιήσει για μεταφορά, είχαν αυτόματο κιβώτιο και τους ρώτησα : γιατί ρε παιδιά όλη μέρα να ανακατεύετε το χυλό?
  2. Από εδώ:
    Όταν οδηγείς στην πόλη τι να τον κάνεις τον λεβιέ ταχυτήτων; Να σε ταλαιπωρεί; Ή μήπως να ανακατεύεις το γιαούρτι;
  3. Από εδώ:
    Μάλλον το να αλλάζεις ταχύτητας με τα paddles είναι πλέον μόδα -και πιο εύκολο- από το να “ανακατεύεις την κουτάλα”.
  4. Από εδώ:
    “Μου αρέσει να ανακατεύω τα πετρέλαια” θα μου πείτε. Κι όμως, δε μου αρέσει καθόλου και όταν μετακινούμαι μέσα στην πόλη ή όταν ταξιδεύω το απεχθάνομαι, βαριέμαι, κουράζομαι, θέλω ένα αυτόματο κι ας είναι τόσο αργό σαν του [...]
  5. Από εδώ:
    Eμένα πάντως άμα με αξιώσει ο Θεός να πάρω άλλο αμάξι (οχι το vitara δεν το δείνω ποτέ) σίγουρα θα είναι αυτόματο!!!! 20+ χρόνια ανακατεύω την φασολάδα δίπλα μου με το μαρκούτσι, και ακόμα να βράση!! βαρέθηκα!!!
  6. Από εδώ:
    Εκεί μπαίνει και το θέμα κιβωτίου για εμένα. Ίσως είμαι παλιομοδίτης αλλά έτσι έχω μεγαλώσει ανακατεύοντας την βενζίνη....

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Σκωπτικός χαρακτηρισμός για παλιό ή κατεστραμμένο αυτοκίνητο (δηλαδή όπως κατάντησε το ολοκαίνουριο αμάξι του Αλεξανδράκη η φίλη της Βουγιούκλως στη «Σοφερίνα» 1964), αλλά ήδη εν γένει άχρηστο μεταλλικό αντικείμενο και
    ευρύτερα οτιδήποτε μεγάλης ηλικίας (πράγμα ή και πρόσωπο) π.χ. ηλεκτρική συσκευή, πουράκλα κλπ.

  2. Παλιά έκφραση για το μακρύ ξίφος που έσερναν μαζί τους οι αξιωματικοί των σωμάτων ασφαλείας προ αιώνος και

  3. Μετωνυμικώς, περιπαιχτικό σχόλιο για τους ίδιους τους αξιωματικούς (παλιο-σακαράκας=καραβανάς).

Ιταλικής προελεύσεως (αλλά δεν θυμάμαι από πού), που υπέστη σημασιολογική φθορά με την πάροδο των χρόνων, όπως άλλωστε και η παλιοκαιρίσια λέξη γαζέτα (εφημερίδα <ιταλ. gazetta σήμερα giornale/quotidiano-a, που κληρονομήσαμε όμως από τους Τούρκους που ακόμα λεν τον δημοσιογράφο/ρεπόρτερ gazeteci=γαζετατζή ή haberci=χαμπερτζή), της οποίας η παλαιότερη χρήση αναφέρονταν σε μεγάλο στρατσόχαρτο<ιταλ. straccia carta (σεντόνι) και ιδίως τεράστιο χαρτονόμισμα μηδαμινής αξίας, (συνήθως ένεκα υποτιμήσεως της μονέδας).

Συνώνυμα: Κάρο, καρούλι, ψαροκασέλα (βλ. «Ο Ταξιτζής» με τον Χατζηχρήστο 1964), παντόφλα, καφεκούτι, σαράβαλο, μπα(γ)κατέλα, σαπάκι, κωλοκοτρωνέικο (π.χ. σουγιάς) κ.α.

- Πάμε Σαλονίκη το σουκού;
- Ναι αμέ! Με τί θα πάμε;
- Με το τουτού!
- Ποιό μωρέ; Με τί; Με τη δική σου τη σακαράκα;
- Γιατί δε σ’ αρέσει;
- Μωρέ μ’ αρέσει, αλλά μας βλέπω να τρώμε σουβλάκια στον Πασιάκο περιμένοντας την ΕΛΠΑ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified