Ουδέτερο, πληθυντικός. Το κόστος των εργατικών του μάστορα, κυρίως κατά την επισκευή αυτοκινήτου, αλλά και γενικότερα.

Χρησιμοποιείται για τον διαχωρισμό της πληρωμής του μάστορα από το κόστος των ανταλλακτικών.

Ευχαριστώ τον μπρο μου για το παράδειγμα, απ' τη ζωή κ το φόρουμ των 4Τ βγαλμένο, και υπό BEAMS εκπεφρασμένο.

- Άσε ρε μαλάκα, χτες έκανα ένα κατέβασμα από τετάρτη σε δευτέρα με το aururis και πρέπει να πήρα τις βαλβίδες στο χέρι. Ψήνομαι να του πετάξω μια δίλιτρη Carlos Sainz εντίσιον και τα μυαλά στα μπλέντερ.
- Πώς είσαι τόσο σίγουρος πως έχουν γίνει όλα μέσα κώλος, άρα πας για μηχανή και ψάχνεις από τώρα; Έχεις ιδέα πόσο πάει μια σοβαρή μεταχειρισμένη μηχανή μαζί με τα φτιαχτικά; Το τριχίλιαρο το έχεις χαλαρά. Εκτός αν μιλάμε για καμιά μηχανή μπουρδέλο, με τοποθέτηση ακόμα πιο γεια σου. Εκεί, σου βρίσκω μηχανή και με 100 ευρώ. Βρες και ένα μπρατσαρά να την πετάξει μέσα όπως πετάς τα ζάρια και έφυγες. Είναι λοιπόν κουβέντα αυτή που κάνουμε τώρα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σχέδιο σε σχήμα V, που θυμίζει... ψαροκόκκαλο.

Το λέμε κυρίως

α. για παρκέ (που θεωρείται το πλέον ακριβό και σπανίζει -για την ακρίβεια σπανίζει το εξαιρετικά καλοφτιαγμένο) ή για κεραμικό πλακάκι κλπ,
β. για είδος ύφανσης σε χοντρό συνήθως ύφασμα (μάλλινο, τουίντ κλπ) που επίσης θεωρείται σικάτο και ακριβό,
γ. για τον μπακλαβά του πέλματος στα λάστιχα αυτοκινήτου.

  1. Κυρία μου, θα σας έλεγα να μην πειράξετε το παρκέ. Είναι ωραιότατο κι ας είναι παλιό. Σε ένα σημείο μόνο είναι το πρόβλημα. Θα σας κάνω ενέσεις πολυουρεθάνης, η οποία θα μπει από κάτω και θα στηρίξει τα ξύλα να μην τραμπαλίζουν. Δεν θα φαίνεται τίποτα και δεν θα χρειαστεί τίποτ' άλλο. Αλλιώς θα πρέπει να το ξηλώσετε όλο και δεν θα ξαναγίνει ποτέ σωστά. Κανείς δεν ξέρει πια να δουλεύει σωστά τέτοιο ψαροκόκκαλο.

  2. Μπα μπα μπα... Και παλτό ψαροκόκκαλο η κυρία... Πού το κονόμησες;

  3. Άλλαξα μάρκα γιατί ήθελα το πέλμα ψαροκόκκαλο που δεν έχουν τα καινούργια goodyear. Είχα νιώσει το απίστευτο κράτημα στο βρεγμένο και ήθελα ίδιο πέλμα.
    (από το δίχτυ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified