Δεν αναφερόμεθα στα ομώνυμα φασολάκια, αλλά στα ντυμένα με μαύρη ματ βαφή τουτούνια που τελευταία φοριούνται από τρέντι μετακαγκούρια νέας κοπής. Το κόστος της συγκεκριμένης βαφής είναι ιδιαίτερα υψηλό, η δε ορθή συντήρησή της απαιτεί πρωκτική προσήλωση.

Ομολογουμένως ψαρωτίκ σε πορσικά ή σε θηριώδεις τζιπούρες, το μαυρομάτικο λουκ καταντά μάλλον γούτσου-γούτσου σε μικρότερα κάγκουαρ.

- Για τα 10.000€ περιμένω να δω αυτοκίνητο ατμοσφαιρικό, τετραπετάλουδο, να στροφάρει, στροφή για κάθε ζητούμενο ευρώ, στήσιμο που κοιτάει την στροφή και στρίβει, - κλπ κλπ. Όλα τα άλλα είναι καγκουράκια. Τι είναι αυτό το μαυρομάτικο τώρα; Να του βάλουμε και 2 μπαλονάκια και βουρ για την ευθεία.
(εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βγαίνει από την λέξη motor και αναφέρεται συνήθως στο μηχανάκι το οποίο έχουν στην κατοχή τους οι μοτόρηδες (διότι δεν τους ανήκει δικαιωματικά), που βγάζει αυτόν τον εκκωφαντικό θόρυβο που κάνει το τύμπανο του αφτιού σου να δονείται ασύστολα.

Ο μοτόρης αναφέρεται συνήθως σε κάγκουρες οι οποίοι το παίζουν ραλιάρηδες με τα οχήματά τους (μηχανάκια τους),
αλλά δεν γνωρίζουν τίποτα από Κ.Ο.Κ., αλλά ούτε ένα χαρακτηριστικό από τα μηχανάκια τους.

- Κατεβαίναν οι κάγκουρες την λεωφόρο με τα μοτόρια τους και ήταν λες και γινόταν πόλεμος απ' έξω...

- Κατέβαινε καβάλα πάνω στο ΑΤΙ (μηχανάκι) ο μοτόρης, το 'παιζε και αλήτης!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο όρος ανήκει στην καγκουροσλάνγκ. Κοκοβιός λέγεται το κάλυμμα του μικροσκοπικού καθίσματος συνεπιβάτη στις streetάδικες μηχανές.

Τους κοκοβιούς, τους βάζουν τα καγκούρια, ώστε οι μηχανές τους να θυμίζουν τις ορίτζιναλ αγωνιστικές. Εξηγούμαι. Οι μηχανές που τρέχουν στους αγώνες, πέραν όλων των διαφορών με τις αντίστοιχες της παραγωγής δεν έχουν σελάκι συνεπιβάτη. Προφανής ο λόγος.

Τώρα, φανταστείτε τον κάγκουρα που βλέπει από μικρός τους αγώνες, και φτάνει η στιγμή να αγοράσει την μηχανή των ονείρων του. Μάλιστα, για την περίπτωσή μας, είναι διατεθειμένος ακόμα και να δώσει τα χίλια ευρώ παραπάνω, ώστε να πάρει τη μηχανή στα αγωνιστικά χρώματα (π.χ HONDA Repsol). Του έρχεται η μηχανή, και λέει στον μηχανικό να βγάλει τα άχρηστα πράγματα, φλάς, καθρεφτάκια κλπ. Την ξανακοιτάει τη μηχανή, και απορεί γιατί αυτοί οι τρελλοί Ιάπωνες έχουν βάλλει σέλα συνοδηγού, σε μια αγωνιστική! Οπότε παραγγέλνει τον κοκοβιό στα χρώματα της μηχανής, ο οποίος κοστίζει και γύρω στα 150 ευρώ. Πολλά λεφτά για ένα πλαστικό, το οποίο ή αντικαθιστά το σελάκι, ή το καλύπτει.

Σύνηθες φαινόμενο στους δρόμους, είναι η συνειδητοποιημένη καγκουρογκόμενα να κάθεται στον κοκοβιό!!! Και αυτό γιατί, και ο κάγκουρας αλλά και αυτή δεν θέλουν να χαλάσουν το look της μηχανής. Μπρος στα κάλλη, τι 'ναι ο πόνος!!!

Για να είμαστε ακριβείς, κοκοβιοί βγαίνουν και για κάποια γυμνά μοντέλα, τα οποία είναι βέβαια οι σπορ εκδόσεις, χωρίς τα φέρια (πληθυντικός του φέρινγκ).

Συνώνυμο: μονόσελο

- Ρε Μήτσο, ήρθε ο κοκοβιός που παράγγειλα; - Όχι, έχει φουρτούνα και δεν βγήκαν οι τράτες. Πλάκα σε κάνω. Είναι για βάψιμο. Αύριο τον έχεις.
- Άντε πια, να βγάλω και καμιά σένια φωτό να χώσω στο φέϊς. Δε λέει, του καινούριου καρχαρία, του πάει το μονόσελο!!!

(από electron, 10/02/10)(από electron, 10/02/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για το καρναβαλικά πιμπαπαριστό και κωλοφτιαγμένο (αλλά όχι απαραιτήτως πειραγμένο) όχημα του κάγκουρα. Ο σχετικός ορισμός του yabihten τα λέει όλα. Το μόνο που ίσως θά' πρεπε να προστεθεί είναι ότι τα παλαιάς κοπής κάγκουαρ διέθεταν κόρνα με τα «παιδιά του Πειραιά» ή / και το «la cucaracha».

Εκ των κάγκουρας και Jaguar.

Ασίστ: Γεώργιος Ζάκκης

- (Η λέξη σσουγαμί) εξεστομίζεται από βιαστικούς οδηγούς αυτοκινήτων μάρκας «Κάγκουαρ» ίνα επιτεθούν φραστικώς προς προπορευόμενο οδηγό τε και οδηγό άσχημης οδηγικής συμπεριφοράς.
(Γεώργιος Ζάκκης, από εδώ)

- Ωραίο το κάγκουαρ. Ειδικά τα πλαϊνά μαρσπιέ είναι μούρλια.
(από το φόρουμ 4Τ, εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επίσης και μαμά και μανίσιο.

Νεολογισμός που αναφέρεται σε ανταλλακτικά παντός τύπου. Παραχθείς από τη λέξη μάνα, αναφέρεται σε ανταλλακτικά μηχανών, μηχανημάτων και γενικότερα συσκευών, τα οποία προέρχονται από το εργοστάσιο κατασκευής. Ο κατασκευαστής με άλλα λόγια, ταυτίζεται με τη μάνα, είναι αυτός που «γεννάει» το ανταλλακτικό.

Συχνότατα, και ειδικά στην επαρχία, παρατηρείται πτώση του «ι» προ του «ο», με αποτέλεσμα να προφέρεται κοφτά (μανίσο). Είμαι αυτήκοος μάρτυς και σε συζήτηση με τεχνικό/ψυκτικό, ερωτηθείς αν το κλιματιστικό του αυτοκινήτου είναι «μανίσιο».

  1. Αγγελία πώλησης στο διαδίκτυο (Ι):
    Θέμα: Μανίσιο ηχοσύστημα Aura (Αναγνώστηκε 231 φορές)

  2. Αγγελία πώλησης στο διαδίκτυο (ΙΙ):
    Ζητήται μανίσιο μεσαίο κομμάτι εξάτμισης 206 1.6 16v (sic)

  3. Σχόλιο διαδικτυακού forum:
    ΠΑΙΔΙΑ ΔΕΝ ΚΟΛΛΑΕΙ ΜΕ ΚΑΜΙΑ ΠΑΝΑΓΙΑ!! ΠΟΛΥ ΚΟΦΤΟ! ΜΑΝΙΣΙΟ ΚΑΙ ΠΑΛΙ ΜΑΝΙΣΙΟ!!!!!!!!!!!!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified