Το μουνί, εις την Κυπριακήν, μτφ. ο δειλός άνθρωπος. Επίσης συναντάται και ως το πουττίν.

- Πουττίν σσιιστόν, πουττίν πελλόν, εννά σε κουπανήσω τζι ολόϊσια στην τρύπαν σου σαν ταύρος θα ορμήσω!

Λέξεις για τους όρχεις και τα αντρικά γεννητικά όργανα συνολικά: αρχίδια, ζουβάχια, καλαμπαλίκια, καμπανέλια, καρύδες, κοκόβια, κοχόνια, κρεμαντζόλια, λιμπά, λυμπά, μπομπόλια, οικογένεια, παπάρια, τζοχανταραίοι. Ειδικά για συνώνυμα του πέους δες πέος.

Λέξεις για τα γυναικεία γεννητικά όργανα: γατάκι, κουτί, μουνί, μουτζό, μύδι, νιμού, πιπί, πουτί, πράμα, τρύπα, ψωλότσεπη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυπριακή σλανγκ: ο ξαναμμένος, ο ευρισκόμενος σε σεξουαλική διέγερση.

- Κάτσε καλά... πάλι σ' έπιασε ο πυρόκωλος;

- Μόλις τη βλέπισα μ' έπιασε ο πυρόκωλος!

- Να δω εγιώ τα Παπαδοπουλλούθκια τζιαί τα Κωλοκασούθκια να τα πιάνει ο πυρόκωλος.

(από peregrine, 05/12/12)

Βλ. και πύρκαυλος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified