Ντερλικώνω, χλαπακιάζω, γουρουνιάζω, σαβουρώνω, τρώω τον αγλέουρα, περιδρομιάζω. Τα γατοκέφαλα που κατεβάζω φτάνουν μέχρι την νοητή ταράτσα τση κοιλίας μου. Πρόκειται για σλανγκιά του Τσιφόρου.

Παραλλαγή: την κάνω ταράτσα. Αγγλικανιστί: to pig out, to stuff oneself.

1.
Εγω τουλαχιστον γεμιζω μια φρατζολα ψωμι με ντοματα,φετα,ελιες,κρεμμυδι τσακωνω και ενα μπουκαλι Coca-Cola και την ταρατσωνω...

2.
Τα χρόνια πέρασαν, ο Έλληνας την “ταράτσωσε”, μπήκε στα φτηνά δανεικά με το ισχυρό ευρώ και στη Βαλχάλα περνούσαν καλά…. κάναμε και Ολυμπιακούς Αγώνες, πλούσια- πλούσια, για να τους δείξουμε πως οι Έλληνες ξέρουμε να γλεντάμε…Κάποια στιγμή η Βαλχάλα έμεινε χωρίς σπόνσορες, τους πήραν χαμπάρι τους κληρονόμους οι κουτόφραγκοι, και έκλεισαν την κάνουλα…

1.
ΟΤΑΝ ΤΑ ΑΝΑΡΧΟΚΟΥΜΟΥΝΙΑ ΚΑΙ ΛΟΙΠΟΙ ΠΡΟΔΟΤΕΣ ΠΕΙΝΑΝΕ ΠΑΝΕ ΣΤΑ ΣΥΣΣΙΤΙΑ ΚΑΙ ΞΕΡΟΓΛΥΦΟΝΤΑΙ..ΑΦΟΥ ΧΟΡΤΑΣΟΥΝ ΚΑΙ ΤΑΡΑΤΣΩΣΟΥΝ ΤΗΝ ΣΑΠΙΟΚΟΙΛΙΑ ΤΟΥΣ ΦΕΥΓΟΥΝ ΚΑΙ ΑΡΧΙΖΟΥΝ ΝΑ ΠΑΡΛΑΠΙΠΙΖΟΥΝ..ΒΡΩΜΟΣΚΥΛΑ ΤΟΥ ΚΕΡΑΤΑ ΣΟΥ ΛΕΩ!

(από σφυρίζων, 21/07/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γλυκοκοιτάζω, κάνω καμάκι. Παλαιάς κοπής σλανγκιά τση σχολής του Τσιφόρου.

Περισσότερα τσιφορικά εις ῥίχνω: ρίχνω κοκκαλιές (παίζω ζάρια), ρίχνω κολατσό (κάνω το τραπέζι), ρίχνω μπαταρέλα (κοροϊδεύω), ρίχνω προζύμι (δίνω πληροφορίες), ρίχνω χαλίκι (προετοιμάζω).

  1. - Έριξα λουκούμι στην Καυλάουρα μήπως ρίξω έναν κρύο!
    - Τελικά σού έριξε άκυρο;
    - Όχι, μού έριξε δυο μουνιά <3
    - Άτιμη κενωνία, άλλοι γλυκοτσούτσουνοι κι άλλοι χερογλύκανοι...

  2. ῥίχνω λουκούμι = κάνω κόρτε
    (Γλωσσάρι Νίκου Τσιφόρου)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified