Η βρωμούσα, το μικρό αυτό σκαθαρέ και πλακέ λαχανί έντομο που πετά απότομα και χτυπιέται σαν τρελό στους τοίχους και τα παραθύρια, το οποίο δεν πρέπει να σκοτώνουμε αλλά απλώς να απομακρύνουμε (δεν τσιμπάει), γιατί αλλιώς βρωμάει τρελά, εξού και η λέξη βρωμούσα. Τώρα γιατί λέγεται και κλασοπαπαδιά, δεν το γνωρίζω... Μάλλον μια κλανιάρα παπαδιά είναι ό,τι χειρότερο και πιο σιχαμερό μπορεί να μας έβρει και θυμίζει τη μυρωδιά της σκοτωμένης βρωμούσας...

- ΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙ!!!!!
- Αμάν ρε Φωφώ, μην κάνεις πια έτσι με κάθε τι που πετάει! Κλασοπαπαδιά είναι, να, πάει, την έβγαλα έξω, εντάξει είμαστε τώρα;

(από mafie, 04/09/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ντορός λέγεται, στη γλώσσα των κυνηγών, η οσμή που αφήνει το τριχωτό θήραμα, είτε είναι λαγός είτε κουνέλι, αγριογούρουνο, αλεπού. Βάσει αυτής της οσμής τα κυνηγόσκυλα ιχνηλάτες βρίσκουν το θήραμα και το ξεφωλιάζουν αρχικά και καταδιώκουν εν συνεχεία

Τα γκέκικα σκυλιά έχουν πολύ ευαίσθητη μύτη. Και ο παραμικρός ντορός εντοπίζεται.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Στην επαγγελματική αργκό των οπτικοακουστικών σημαίνει φιλμάρω ό,τι νά 'ναι, είτε διότι δεν ξέρω τι μου γίνεται ή γιατί κάνω μια ξεπετοδουλειά και το αποτέλεσμα είναο ανούσια πλάνα, κακοτραβγημένα, κακοφωτισμένα, τα ίδια και τα γίδια, που ούτε ο πιο αδιάφορος τουρίστας δεν θα τράβαγε ποτέ.

  2. Λέγεται και για τους αρσενικούς γάτους που αμολάνε αυτό το ζουμί που προσελκύει τις θηλυκές, μαρκάρει την περιοχή τους και βρωμάει τρελά. Στο πιο κορεκτίλα λέγεται «κάνω σπρέι».

  1. ο βαριεστημένος σκηνοθέτης στον καμεραμανατζή:
    - Χρειαζόμαστε και πέντε-έξι πλάνα από Πλάκα. Πήγαινε να ψεκάσεις λίγο προς Αναφιώτικα μεριά και βλέπουμε αν χρειαστούμε τίποτ' άλλο.

  2. - Γιατί πέταξες το στρώμα σου;
    - Μου το ψέκασε ο Μήτσος και δεν καθαρίζει με τίποτα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified