Ένα ποστ που μοιάζει αθώο, όμως έχει πληρωθεί για αυτό ο ινφλουένσερ που το ποστάρει (sponcon). Εκ των αγγλικών λέξεων sponsor και con.
Τίγκα στο σπόνκον ο Φειδίας που βγάλανε οι κουμπάροι.
Got a better definition? Add it!
Published 2024-06-23 13:46:25+00:00
I forgot my password!
Choosing "Register" below you agree to the Terms & Conditions and the Privacy Policy.