Further tags

Την έμπνευση για το λήμα μου έδωσε η ανάγνωση του λήματος άρον άρον. Η εκλεκτή Galadriel έδωσε συνώνυμα το πετάδην και το σφαιράδην, γεγονός που ξύπνησε μέσα μου καταχωνιασμένες στρατιωτικές μνήμες.

Σφαιροπετάδην λοιπόν, σύνθετη λέξη από το σφαίρα - σφαιράδην και το πετάω - πετάδην, που χρησιμοποιείται για να εκδηλώσει ανάγκη για χρήση ταχύτητας πετούμενης σφαίρας κατά την τέλεση κάποιας εντολής.

Συνώνυμο είναι και το γνωστό σφυροπετάδην, το οποίο θα μπορούσε να αποτελεί παράφραση του παραπάνω λήμματος, στην ουσία όμως πρόκειται περί σύνθετης λέξης από τη σφύρα-σφυρί και πάλι το πετάδην, όπου η σφαίρα αντικαθίστανται με σφυρί για να δηλώσει τόσο την ταχύτητα όσο και την σοβαρότητα των επιπτώσεων με την οποία πρέπει να τελεστεί μια (στρατιωτική) εντολή.

Άλλη συνώνυμη έκφραση: τσακίσου πήγαινε, χτες.

Λοχαγός 1 σε μένα:
- Να πας σφαιροπετάδην στον κάτω λόχο και να ζητήσεις 4 στρατιώτες για να μαγειρεία.
- ΜΑΛΙΣΤΑ.
(λαχανιασμένος μετά από το σφαιροπετάδην)
- Κ. Λοχαγέ 2, ο Λοχαγός 1 ζητάει 4 άντρες για τα μαγειρεία.
- Να του πεις να πάει να γαμηθεί.
- ΜΑΛΙΣΤΑ.
(μετά από επιπλέον λαχάνιασμα)
- Κ. Λοχαγέ, ο Λοχαγός μου είπε να σας πω να πάτε να γαμηθείτε.
- Κάτσε εδώ, θα τον φτιάξω τον πούστη.
(αχ τι εποχές)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το αίσθημα αγάπης που νιώθει ο παρθένος 18άρης φαντάρος για το όπλο του κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής του θητείας.

(στη βασική εκπαίδευση)

- Πήγαμε το πρωί για άσκηση!
- Έλα ρε! Πως σου φάνηκε; Καλό το G3;
- Καραμπινέρως!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τελευταίο στάδιο Pokemon του τζιβάτου, ίσως με εξειδίκευση και μετεκπαίδευση στον σιτσουασιονισμό ή λικβινταρισμό (εκ των situation και liquidation, κοινώς ο μπαχαλάκιας) ή τον αλκοολισμό ή την πρέζα. Καμία σχέση πάντως με όλους εμάς τους βολεμένους αστούς και λοιπές πόρνες του καπιταλισμού.

Πιθανόν να μιλάμε για εξέλιξη του κοινού ορκ και όχι απαραίτητα τζιβάτου.

- Δεν ξαναπάτησα σε πάρτι στο Πολυτεχνείο από τότε που κουρεύτηκα και άρχισαν να με στραβοκοιτάνε οι διάφοροι εξαρχειωμένοι τύποι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυριολεκτικά:
Αυτός που έχει κάγκελα στο πρόσωπο, όπως: - οι σιδηρόφρακτοι ιππότες του μεσαίωνα,
- οι παίκτες του αμερικανικού (οθεοςνατοκάνει) ποδοσφαίρου, - οι άνδρες των «ειδικών δυνάμεων αποκαταστάσεως τάξεως».

Μεταφορικά:
Διάφοροι «μερακλήδες» δήμαρχοι (π.χ. Αβραμόπουλος), που εξάντλησαν τη δημιουργική τους δραστηριότητα σε καγκελάκια, ζαρντινιέρες, φοινικοφυτεύσεις και σε άλλα συναφή έργα βασικών υποδομών. Τα έργα αυτά απέβησαν άκρως επωφελή για το περιβάλλον (τους). Ο όρος αυτός έχει συνάφεια με τον όρο «αλογομούρης»: όπως ο αλογομούρης «τάιζε τ' αλόγατα», έτσι και ο «καγκελομούρης» έτρεφε (αλλά και «ταϊζόταν» από) τους «πέριξ» εργολάβους. Θα ήταν παράλειψη να μην αναφερθεί εδώ η «αλογομούρικη» κραυγή-προτροπή: «έμπαινε δυνατά απ' το κάγκελοοο!» που φώναζαν προτρέποντας τον αναβάτη του αλόγου, στο οποίο είχαν ποντάρει, να προσπεράσει από την εσωτερική.

Τέλος ο όρος «καγκελομούρης/α» αναφέρεται και στους/στις οπαδούς της α(οι/η)δού καψουρονεοδημοτικών ασ(θ)μάτων Γωγούς Τσαμπά, τους εκσταζιαζομένους με το άσ(θ)μα «τα καγκέλια», όπου, άμα τω ακούσματι της επωδού: «πωπωπωπω....(ν φορές, όπου ν τείνει εις το άπειρον) ...πωπω» φθάνουν εις πολλαπλούς οργασμούς.

Μόλις φτάσαμε στο Σύνταγμα πλακώσαν οι καγκελομούρηδες και μας σαπίσανε στο ξύλο.

Σιγά τα έργα πού 'κανε ο καγκελομούρης! Καγκελάκια και ζαρντινιέρες! Όσο για τους φοίνικες, τους φάγανε τα μαμούνια! Δε λέω φάγανε κι οι εργολάβοι με τους σκατατζήδες. Ακόμη με τους βόθρους είμαστε!

Προχτές είδα το Μαράκι στ' «Αγρίμια». Καλά, αυτή ήτανε μεταλλού και έτσι. Πότε έγινε καγκελομούρα;

(από soulto, 22/03/15)The world\'s first Po counter by Calypso Larah  (από Khan, 22/03/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κωμική παραφθορά (με την λέξη «σαλάμι») του «θαλαμάρχης», του πιο ηλικιωμένου φαντάρου που υποχρεούται να εκτελεί χρέη αρχηγού ενός θαλάμου.

- Πού έχει χαθεί ο σαλαμάρχης μας ρε παιδιά; Έχουμε αναφορά στις εφτάμιση!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified