Θαρρώ ότι ενσωματώθηκε στην ρεμπέτικη φρασεολογία, κατόπιν της πρώτης μεταναστευτικής ορδής εις την Αμερική, λίγο μετά την Μικρασιατική Καταστροφή. Πολιτσμάνοι = Police Men, στην ελληνική απόδοση Πολιτσμάνοι.

Θα παραθέσω και εγώ τους γνωστούς στίχους του αείμνηστου Βαμβακάρη:

Εφουμέρναμ' ένα βράδυ, αργιλέ σπαχάνη μαύρη, δίχως νά 'χουμε στην πόρτα
τσιλιαδόρους όπως πρώτα. Κι έρχουνται δυο πολιτσμάνοι, και δεν βρίσκουνε ντουμάνι. Ζούλα όλοι οι αργιλέδες, φυλαχτείτε απ' τους τζέδες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει χώνω η αγγαρεύω κάποιον. Το μπιφτέκωμα ετυμολογείται εκ της στρατιωτικής ορολογίας τρώω μπιφτέκι, συνώνυμο του τρώω αγγούρι. Η έκφραση έχει παρεισφρήσει και στην πραγματική οικονομία.

- Είσαι για κάνα φραπέ το βράδυ;
- Άσε ρε φίλε ο ρουμάνος και πάλι με μπιφτέκωσε. Θα ξενυχτήσω αποδελτιώνοντας τσιμπιδάκια...
- Μαύρη χελώνα σ' έχει κατουρήσει μ' αυτό το παπάρι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified