Further tags

Αναφέρεται επίσης σε στρατιωτική μονάδα όπου είναι αυξημένη η πειθαρχία.

Άσε, δικέ μου, θα βάλω κάνα βύσμα γιατί εδώ η μονάδα είναι μαύρη... Δεν την παλεύω κάστανο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στρατιωτική έκφραση. Η επιθυμητή κατάσταση (όσον αφορά το ίσιωμα) του στρατιωτικού κρεβατιού.

Στρώστε και τεντώστε καλά τις κουβέρτες σας, τις θέλω αεροδρόμια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στρατιωτικό παράγγελμα που περιλαμβάνει κίνηση τυφεκίου.
Μεταφορικά: μεταφέρω - κουβαλώ κάτι με το ζόρι ή που είναι πολύ βαρύ.

- Άσε τι έπαθα σήμερα. Γύριζα από τη δουλειά με το παπί και έπαθα λάστιχο.
- Έλα ρε. Το πήρες επ' ώμου μέχρι το σπίτι δηλαδή.

Got a better definition? Add it!

Published

Στρατιωτική αργκό αναφορικά με το πήξιμοθα πήξει το μουνί σας» κ.λπ.).

-Πώς πάει στη μονάδα;
-Πυξλαμούν και οι μέρες δεν περνούν!

(από Vrastaman, 23/04/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ασκήσεις σωματικές, υπηρεσίες καθαριότητας, ή ενέργειες που μειώνουν η προσβάλλουν την προσωπικότητα σε ανύποπτο χρόνο με εντολή από έναν αξιωματικό σε ένα φαντάρο και ενίοτε από λέουρα σε ποντίκι.

Επειδή στην επιθεώρηση θαλάμου το κρεβάτι μου δεν ήταν τέλεια στρωμένο, ο διοικητής με έβαλε όχι μόνο να το ξαναφτιάξω, αλλά με έβαλε να στρώσω από την αρχή όλα τα κρεββάτια του θαλάμου. Τρελό καψώνι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στον στρατό, κοροϊδευτικά τα αρχικά της Πολεμικής Αεροπορίας, παραφρασμένα σε Ποτέ Αγγαρεία.

-Πού έκανες τη θητεία σου;
-Ημουν στην Πολεμική Αεροπορία. -Βύσμα! Ποτέ Αγγαρεία!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στον στρατό όταν ζορίζω κάποιο φαντάρο σε υπηρεσίες και αγγαρείες, όταν τον τρέχω.

Ήρθε ο νέος και πούλαγε μούρη στους αξιωματικούς. Απο τότε συνέχεια τον γκαζώνω και έχει στρώσει.

Got a better definition? Add it!

Published

Όπως και η ποντικομαχία, είναι ο τσακωμός μεταξύ νέων στο στρατό.

Νέοι, εδώ είναι ο θάλαμος, διαλέξτε το κρεββάτι σας και δε θέλω να δώ γαλομαχίες, ποιος θα πάρει το πάνω και ποιός το κάτω!

Got a better definition? Add it!

Published

Στον στρατό, η εύκολη μονάδα. Συνώνυμο με το χυμείο.

Υπηρέτησα σε μια μονάδα εντελώς ρέκλα. Κάθε μήνα άδεια, μέρα παρα μέρα εξόδους και αγγαρείες πολύ λίγες!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στον στρατό, η μονάδα που είναι πολύ «εύκολη», δεν έχει πολλές αγγαρείες, έχει καλή διοίκηση, και γενικά περνάνε καλά όλοι οι φαντάροι.

Πολύ τυχερός ο Γιώργος, υπηρετεί με απόσπαση σε μια μικρή μονάδα που έχει μόνο μια σκοπιά και το φαγητό τους το φέρνουν απο άλλο στρατόπεδο. Και ο διοικητής τους έχει όλους μία-μία. Εντελώς χυμείο δηλαδή!

Εκ του χύμα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified