Επίρρημα τροπικό, και μάλιστα κλασσικό, που χρησιμοποιείται αντί του επιθέτου «γυμνός, -η, -ο». Εκφράζει την έννοια «ξεβράκωτος, χωρίς ρούχα».

Η προέλευση είναι άγνωστη, αλλά κατά πάσα πιθανότητα είναι παράγωγο της νηπιακής λέξη «τσιτσί», που σημαίνει κρέας. Το τσιτσί, με τη σειρά του, προέρχεται από τα ιταλικά [ιταλ., cicci. βυζιά/μαστοί].

Ως επίθετο συναντάται με τη μορφή «τσίτσιδος, -η, -ο».

  1. - Σκάμε μύτη που λες στην Ηρακλειά, βρίσκουμε το κάμπινγκ, και με το που πλησιάζουμε στη σκηνή, εμφανίζονται οι μουνίτσες τσιτσίδι, με κάτι θανατηφόρα κορμιά. Και φυσικά, εμείς μένουμε μαλάκες....

  2. - Αυτή η κατάσταση πρέπει να σταματήσει. Δεν μπορεί το Φαληράκι να γίνει άντρο των Βρετανών τουριστών, που γυρίζουν τσίτσιδοι και μαστουρωμένοι, χωρίς καμία αιδώ!

Τσίτσιδοι (από krepsinis, 14/02/09)Τσιτσίδι ποιότητα (από krepsinis, 14/02/09)(από patsis, 06/02/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ιταλικός και διεθνής όρος για την επιτηδευμένη ατημέλεια. Είναι «το να κάνεις τα δύσκολα να φαίνονται εύκολα», ένα είδος αυτο-ειρωνείας στο εμφανισιακό σου στυλ. Κλασική σπρετσατούρα ας πούμε είναι να έχεις λίγο λυμένη την γραβάτα, και το ρολόι πάνω απ' το μανίκι του πουκαμίσου.

Στα '60ς ο Τζιάνι Ανιέλι εισήγαγε την σπρετσατούρα στο ιταλικό λάιφ-στάιλ, εμπνέοντας τον Τσερούτι και πολλούς άλλους. Ήθελε να δείξει ότι σαν μπίζνεσμαν δεν είχε χρόνο να αφιερώσει στο στυλ του, ενώ στην πραγματικότητα το στυλ του ήταν αποτέλεσμα εξαιρετικά προσεγμένου σχεδιασμού από ειδικούς στυλίστ.

Όλα τα λεφτά είναι το ρολόι του Ανιέλι πάνω απ\' το πουκάμισο! (από Lafkadio, 27/01/09)

Δες και κυβερνοσπρετσατούρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πάγια φράση, που σημαίνει την πεμπτουσία του κουλέζικου και άνετου στυλ. Θέλει να πει ότι δείχνεις επίτηδες λίγο απρόσεκτος, για να μην σε περάσουνε για κάνα φύτουκλα του λάιφ-στάιλ, αλλά φροντίζεις ταυτόχρονα να είσαι πολύ μοδάτος.

Ήρθε ο Αντρέας με ένα και καλούα επιτηδευμένα ατημέλητο υφάκι, με το ρολόι πάνω απ' το πουκάμισο κτλ, για να μας το παίξει ότι είναι μπίζνεσμαν και δεν έχει χρόνο για να προσέχει τέτοιες λεπτομέρειες.

Δες και σπρετσατούρα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified