Από το ιταλικό spazzare. Ανήκει στο ιδίωμα των ναυτικών. Σημαίνει ξεμπερδεύω, τελειώνω δουλειά.
Αδερφέ έναν έλεγχο κάνω στην εργασία, την τυπώνω και σπατσάραμε...
Got a better definition? Add it!
Published 2009-01-25 03:25:11+00:00 Last modified 2015-06-24 19:32:05+00:00
I forgot my password!
Choosing "Register" below you agree to the Terms & Conditions and the Privacy Policy.