Παλαιομαμαδίστικη έκφραση (σε περιορισμένη πιά χρήση) για την πίπίλα. Υποθέτω ηχομιμητικό από το μπου-μπου του ταπωμένου στόματος του μωρού. Συνώνυμο (επίσης παλαιομαμαδίστικο) η σώπα -που το κάνει να σωπάσει.

  1. Πέντε χρονώ γα(ϊ)δούρι κι ακόμα με τη μπουμπού στο στόμα...

  2. Πάρε τη μπουμπού να μη γ(κ)ρινιάζεις (Προχωρά κατεβάζοντας αργά το φερμουάρ του παντελονιού).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η μηχανή που σου παίζει τον πούτσο σου άμα τον βάλεις μέσα. Αλλά και η κοπέλα που κάνει πίπα με αυτόματο μηχανικό τρόπο και καλό ρυθμό.

Τσιμπουκιέρα τσιμπουκιέρα μοιάζεις με την φοντανιερα,
Το ψωμακι σαν βουτισεις κωλαρακι θα δωρισεις
Βουτα όλη την σαλτσουλα αυτό δεν σε κάνει τσούλα
Το τυράκι αν τσιμπισεις ισως να τον κολατσισεις
Τι και αν γύρισα τον κόσμο το αιδίο μυρίζει διόσμο
Κωλαράκι άμα δωσεις την βραδιά ισως να σώσεις.
http://juanitopoet.blogspot.gr/2009/12/blog-post_30.html

Παραλλαγή του γνωστού και μη εξαιρετέου φραπεδάιζερ (από Khan, 30/03/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified