Λούμπα στα αρβανίτικα σημαίνει «λακούβα» στα ελληνικά.
Μεταφορικά «έπεσα σε λούμπα» σημαίνει ότι την πάτησα επειδή κάποιος με κορόιδεψε.
Έπεσα σε μία λούμπα και έγινα λούτσα.
Πρόσεξε μη σου τη στήσουνε και πέσεις στη λούμπα.
Got a better definition? Add it!
Published 2013-12-26 17:41:55+00:00 Last modified 2015-05-23 16:43:48+00:00
I forgot my password!
Choosing "Register" below you agree to the Terms & Conditions and the Privacy Policy.